Σε επίπεδα υψηλότερα και από το 2010 επέστρεψε από πλευράς διακινούμενων όγκων η αγορά φαρμακευτικών και παραφαρμακευτικών προϊόντων πέρυσι, καταγράφοντας συνολικό τζίρο 3,42 δισ. ευρώ έναντι 3,2 δισ. ευρώ το 2014. Η πορεία αυτή από τη μια μεριά αποδεικνύει ότι στην Ελλάδα η πολυφαρμακία καλά κρατεί, παρά τα όποια μέτρα έχει λάβει η κυβέρνηση και από την άλλη ότι τα φαρμακεία και οι φαρμακαποθήκες «ανάσαναν» σε έναν βαθμό πέρυσι έπειτα από μια 5ετία συνεχών υποχωρήσεων.
Από την έντυπη έκδοση
Του Γιώργου Σακκά
[email protected]
Σε επίπεδα υψηλότερα και από το 2010 επέστρεψε από πλευράς διακινούμενων όγκων η αγορά φαρμακευτικών και παραφαρμακευτικών προϊόντων πέρυσι, καταγράφοντας συνολικό τζίρο 3,42 δισ. ευρώ έναντι 3,2 δισ. ευρώ το 2014. Η πορεία αυτή από τη μια μεριά αποδεικνύει ότι στην Ελλάδα η πολυφαρμακία καλά κρατεί, παρά τα όποια μέτρα έχει λάβει η κυβέρνηση και από την άλλη ότι τα φαρμακεία και οι φαρμακαποθήκες «ανάσαναν» σε έναν βαθμό πέρυσι έπειτα από μια 5ετία συνεχών υποχωρήσεων.
Πιο συγκεκριμένα, σύμφωνα με την IMS Health ο όγκος των διακινούμενων φαρμακευτικών και παραφαρμακευτικών προϊόντων πέρυσι σημείωσε άνοδο της τάξης του 7% σε σχέση με το 2014, γεγονός το οποίο μεταφράζεται και ως αύξηση της αγοράς κατά 1,1% σε σχέση με το 2010, μία χρονιά δηλαδή που ακόμη η κρίση δεν την είχε επηρεάσει τόσο έντονα τα φαρμακεία όσο στα χρόνια που ακολούθησαν. Επίσης και από πλευράς αξίας (δηλαδή στοιχεία πωλήσεων στα φαρμακεία σε χονδρικές τιμές), η άνοδος ήταν της τάξης του 7% το 2015 σε σχέση με το 2014, όμως σε σχέση με το 2010 συνολικά, η αξία της αγοράς φαρμακείου έχει υποχωρήσει κατά 23,4%. Η πτώση αυτή οφείλεται στη δραματική υποχώρηση των τιμών των φαρμάκων.
Σύμφωνα με εκπροσώπους της αγοράς, η είσοδος νέων φαρμάκων από τα τέλη του 2014 και ύστερα φαίνεται να συντέλεσε στην ανοδική περσινή πορεία, η οποία βέβαια να σημειωθεί ότι δεν σημαίνει αντίστοιχα και αύξηση μεγεθών για τις φαρμακευτικές εταιρείες. Κι αυτό διότι ειδικά για τους πρωταγωνιστές του κλάδου ο βασικός πελάτης, που είναι το ελληνικό Δημόσιο, που ακόμη κι αν «καταναλώσει» περισσότερα φάρμακα, έχει έναν πολύ συγκεκριμένο προϋπολογισμό γι’ αυτά κι έτσι ακόμη και αν οι εταιρείες τιμολογήσουν επιπλέον προϊόντα, αυτό δεν σημαίνει πως θα τα πληρωθούν λόγω της εφαρμογής των μέτρων rebate και clawback.
Οπως φαίνεται από τα στοιχεία της IMS Health, τα συνταγογραφούμενα φάρμακα, τα οποία αποτελούν το περίπου 74% της αγοράς φαρμακείου, σημείωσαν πέρυσι άνοδο κατά 4,8%, με την αξία αυτών να φτάνει στα 2.533 εκατ. ευρώ έναντι 2.417 εκατ. ευρώ. Επίσης την ίδια περίοδο τα φάρμακα με κουπόνι αποζημίωσης, που ανήκουν όμως στην αρνητική λίστα και δεν αποζημιώνονται, έφτασαν στα 172 εκατ. ευρώ έναντι 157 εκατ. ευρώ (λόγω διεύρυνσης και της αρνητικής λίστας). Παράλληλα, τα ΜΗΣΥΦΑ σημείωσαν επίσης αυξημένες πωλήσεις στα 241 εκατ. ευρώ έναντι 210 εκατ. ευρώ, ενώ οι υπόλοιπες κατηγορίες προϊόντων σημείωσαν τη μεγαλύτερη αύξηση πωλήσεων στα 475 εκατ. ευρώ από 418 εκατ. ευρώ.
Από πλευράς πωλήσεων με βάση τον όγκο, συνολικά στην αγορά φαρμακείων πέρυσι διακινήθηκαν 485,3 εκατ. τεμάχια, τα οποία ήταν όπως σημειώσαμε σημαντικά αυξημένα σε σχέση με τα 453,6 εκατ. τεμάχια του 2014. Η άνοδος αυτή αποδίδεται κυρίως στην πορεία των συνταγογραφούμενων φαρμάκων η οποία σε απόλυτα μεγέθη κινήθηκε ανοδικά και μάλιστα σημείωσε τη μεγαλύτερη άνοδο, ήτοι αύξηση κατά 12,5 εκατ. τεμάχια.
Ομως εντυπωσιακή θα έλεγε κανείς ότι ήταν και η άνοδος στις κατηγορίες των μη φαρμακευτικών σκευασμάτων που διακινούνται από τα φαρμακεία, δηλαδή τα συμπληρώματα διατροφής και φυτικά, τα καλλυντικά, οι συσκευές και η κλινική διατροφή/παιδικά γάλατα, που κάλυψαν το 14,5% των συνολικών πωλήσεων (σε όγκο). Στη συγκεκριμένη κατηγορία διακινήθηκαν 70,3 εκατ. τεμάχια έναντι 61,6 εκατ. τεμάχια το 2014. Την ίδια στιγμή τα ΜΗΣΥΦΑ με κουπόνι αυξήθηκαν στα 73,7 εκατ. τεμάχια από 67,9 εκατομμύρια και τα ΜΗΣΥΦΑ χωρίς κουπόνι στα 32,7 εκατομμύρια από 28 εκατομμύρια.
Μερίδια
Επιχειρώντας τώρα ένα γενικό απολογισμό από το 2010 έως το 2015, από τα στοιχεία της IMS Health συμπεραίνεται ότι από πλευράς όγκου, το μερίδιο αγοράς των ΜΗΣΥΦΑ (με ή χωρίς κουπόνι) κατέχει σήμερα μερίδιο 21,9%, το μεγαλύτερο ποσοστό που είχαν ποτέ στο διάστημα αυτό, έναντι 18,5% το 2010. Αντίστοιχα από πλευράς τζίρου το μερίδιό τους έχει σχεδόν διπλασιαστεί σε σχέση με το 2010 και από 6,3% έχει φτάσει πλέον στο 12,1%. Βέβαια, η συνολική αγορά έχει υποχωρήσει από τα 4.465 εκατ. ευρώ στα 3.420 εκατ. ευρώ, αλλά τα ΜΗΣΥΦΑ έχουν αυξηθεί σε αξία κατά 45,8% στα 413 εκατ. ευρώ από 283 εκατ. ευρώ, ενώ σε όγκο η αύξηση είναι της τάξης του 20%.