Η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα θα αναζητήσει μέσα στους επόμενους μήνες με τη βοήθεια και της Κομισιόν τρόπους, ώστε το χαρτονόμισμα των 500 ευρώ να μην εξελιχθεί σε «εργαλείο» στα χέρια εγκληματικών και τρομοκρατικών οργανώσεων, καθώς και φοροδιαφυγής.
Από την έντυπη έκδοση
Του Νίκου Μπέλλου
[email protected]
Η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα θα αναζητήσει μέσα στους επόμενους μήνες με τη βοήθεια και της Κομισιόν τρόπους, ώστε το χαρτονόμισμα των 500 ευρώ να μην εξελιχθεί σε «εργαλείο» στα χέρια εγκληματικών και τρομοκρατικών οργανώσεων, καθώς και φοροδιαφυγής.
Τα μεγάλα χαρτονομίσματα, κυρίως των 500 ευρώ, έχουν «στοχοποιηθεί» από πολλούς στην Ευρώπη τα τελευταία χρόνια, κυρίως από τις φορολογικές και διωκτικές αρχές, οι οποίες θεωρούν ότι διευκολύνουν τη φοροδιαφυγή και τις εγκληματικές και τρομοκρατικές πράξεις.
Ερωτηθείς πριν από λίγες μέρες ενώπιον της Ευρωβουλής, ο πρόεδρος της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας Μάριο Ντράγκι επιβεβαίωσε την ύπαρξη του θέματος, προσθέτοντας ότι βρίσκονται σε εξέλιξη τεχνικές συζητήσεις και διαβεβαίωσε την αποφασιστικότητα της κεντρικής τράπεζας να αντιμετωπίσει αποτελεσματικά το πρόβλημα.
Από την πλευρά της η Κομισιόν, έπειτα από αίτημα του Γάλλου προέδρου Φρανσουά Ολάντ, σχεδιάζει να προχωρήσει σε έρευνα σχετικά με τα χαρτονομίσματα των 500 ευρώ και τη σχέση με τη διεθνή τρομοκρατία.
Πριν από την εισαγωγή του ευρώ, μόνο 6 από τις σημερινές 19 χώρες της Ευρωζώνης είχαν σε κυκλοφορία χαρτονόμισμα ονομαστικής αξίας άνω των 200 ευρώ: η Γερμανία, η Ιταλία, η Ολλανδία, η Αυστρία, το Βέλγιο και το Λουξεμβούργο.
Στη Γερμανία το χαρτονόμισμα των 1.000 μάρκων είχε αξία 510 ευρώ. Στην Ελλάδα, το χαρτονόμισμα των 10.000 δραχμών, που ήταν και το μεγαλύτερο την εποχή του εθνικού νομίσματος, είχε αξία μόλις 29,35 ευρώ.
Οι παραπάνω χώρες επέμειναν τότε να υπάρχει χαρτονόμισμα 500 ευρώ, παρά το γεγονός ότι τους είχε τεθεί το θέμα της φοροδιαφυγής και της εγκληματικότητας, ισχυριζόμενες ότι οι πολίτες μεγαλύτερης ηλικίας προτιμούσαν τη ρευστότητα να την κρατούν στο σπίτι τους γιατί δεν είχαν εμπιστοσύνη στις τράπεζες, ενώ την εποχή εκείνη δεν υπήρχε κοινοτική οδηγία για την εγγύηση των καταθέσεων.
Τα μεγάλα χαρτονομίσματα χρησιμοποιούνται ευρέως από το οργανωμένο έγκλημα, κυρίως για πρακτικούς λόγους. Για παράδειγμα, 1 εκατ. ευρώ είναι 5.000 χαρτονομίσματα των 200 ευρώ, 10.000 των 100 ευρώ και 2.000 των 500 ευρώ. Ωστόσο, τα μεγάλα χαρτονομίσματα δεν χρησιμοποιούνται μόνο από το οργανωμένο έγκλημα και τους τρομοκράτες, αλλά και από φοροφυγάδες ή ακόμη και φορολογούμενους που σε περιόδους κρίσεων μεταφέρουν τη ρευστότητά τους από την τράπεζα στο σπίτι.
Το 2008 η αμερικανική εφημερίδα «New York Times» είχε δημοσιεύσει ένα άρθρο, σύμφωνα με το οποίο το 25% των χαρτονομισμάτων των 500 ευρώ που κυκλοφορούσαν στην Ευρώπη βρίσκονταν στην Ισπανία. Και όμως, η χώρα αυτή αντιπροσώπευε την εποχή εκείνη μόλις το 11,5% του ΑΕΠ της Ευρωζώνης.
Το δημοσίευμα κατέληγε στο συμπέρασμα ότι η συγκέντρωση αυτή επιβεβαίωνε την ύπαρξη μεγάλης κλίμακας παραοικονομίας.
Μάλιστα οι Ισπανοί σε μια δόση υπερβολής αποκαλούσαν το χαρτονόμισμα των 500 ευρώ… Μπιν Λάντεν, γιατί όλοι ήξεραν την ύπαρξή του αλλά κανένας δεν το έβλεπε. Με την εισαγωγή του ενιαίου νομίσματος το 2002, το χαρτονόμισμα των 500 ευρώ αντιπροσώπευε το 13,7% του συνόλου των χαρτονομισμάτων που βρίσκονταν σε κυκλοφορία, ενώ τον Απρίλιο του 2015 το ποσοστό είχε φτάσει στο 33%, δηλαδή στο 1/3 των χαρτονομισμάτων και σε αξία τα 306 δισ. ευρώ.
Το ότι είναι «αποθηκευμένο» το χαρτονόμισμα των 500 ευρώ προκύπτει και από τα στοιχεία της ΕΚΤ. Τον Δεκέμβριο του 2015 αντιπροσώπευε το 3,2% της ενεργής μάζας των χαρτονομισμάτων και σε απόλυτους αριθμούς τα 613 εκατ. χαρτονομίσματα.
Διελκυστίνδα στην Ευρωζώνη
Σύμφωνα με την άποψη ορισμένων, η απόσυρση του χαρτονομίσματος των 500 ευρώ θα μπορούσε να επαναφέρει ένα μέρος της κρυμμένης ρευστότητας στην πραγματική οικονομία. Κυρίως στις χώρες που υπάρχει εκτεταμένη φοροδιαφυγή και παραοικονομία. Θεωρούν επίσης ότι θα δυσκολέψει σε μεγάλο βαθμό το οργανωμένο έγκλημα και τη διεθνή τρομοκρατία.
Ωστόσο, υπάρχει και η άλλη άποψη με πολύ ισχυρή επιχειρηματολογία, που δεν επιτρέπει τη λήψη βεβιασμένων αποφάσεων. Σε αυτή τη «σχολή σκέψης» συμπεριλαμβάνονται τραπεζίτες και τεχνοκράτες που εργάστηκαν κατά την εισαγωγή του ενιαίου νομίσματος, όπως ο Φινλανδός πρώην κεντρικός τραπεζίτης Αντι Χεϊνόνεν, ο οποίος διηύθυνε την περίοδο 1996-1998 την υποεπιτροπή του Ευρωπαϊκού Νομισματικού Ινστιτούτου (πρόγονος της ΕΚΤ) που σχεδίασε την αξία των χαρτονομισμάτων.
Στο τραπέζι τα οφέλη και οι κίνδυνοι
O Φινλανδός πρώην κεντρικός τραπεζίτης Αντι Χεϊνόνεν είναι πεπεισμένος ότι τα μεγάλα χαρτονομίσματα είναι απαραίτητα γιατί σε περιόδους κρίσης λειτουργούν ως «σταθεροποιητές». Οπως έχει γράψει και σε βιβλίο του, το 2007 μετά την κατάρρευση της Lehman Brothers στις ΗΠΑ ένας μεγάλος αριθμός Ευρωπαίων πολιτών έσπευσε στις τράπεζες να τραβήξει ρευστότητα.
«Δεν θα μπορούσαμε να ανταποκριθούμε τεχνικά στη ζήτηση και να καθησυχάσουμε τους αποταμιευτές, εάν δεν είχαμε τα χαρτονομίσματα των 500 ευρώ», αναφέρει ο κεντρικός τραπεζίτης. Για τον λόγο αυτό η ΕΚΤ αποφάσισε τότε να αυξήσει και την ποσότητα των χαρτονομισμάτων των 500 ευρώ, με αποτέλεσμα να φτάσει στο σημερινό 33%. Μια ενδεχόμενη απόσυρση των χαρτονομισμάτων των 500 ευρώ θα μπορούσε, σύμφωνα με μελέτες που δημοσιεύθηκαν, να οδηγήσει και σε υποτίμηση του ενιαίου νομίσματος έναντι του δολαρίου.
Μια από αυτές που δημοσιεύθηκε από την αμερικανική επενδυτική τράπεζα Merril Lynch το 2013 εκτιμούσε ότι η αντικατάσταση του ευρώ με μεγάλα χαρτονομίσματα δολαρίου θα μπορούσε να οδηγήσει σε μια διολίσθηση του ευρώ της τάξης του 7% έναντι του αμερικανικού νομίσματος. Είναι προφανές ότι η τελική απόφαση της ΕΚΤ δεν θα είναι καθόλου εύκολη γι’ αυτό και ο κ. Ντράγκι δεν δείχνει να βιάζεται, θέλει να εξετάσει τα υπέρ, τα κατά και φυσικά όλες τις εναλλακτικές.
Ωστόσο, ακόμη και στην περίπτωση που η ΕΚΤ προχωρήσει στο ακραίο μέτρο της απόσυρσης του χαρτονομίσματος των 500 ευρώ, αυτό δεν μπορεί να γίνει από τη μία μέρα στην άλλη και για πρακτικούς λόγους. Συνεπώς, θα δοθεί όλος ο απαραίτητος χρόνος στους «έχοντες» να τα ανταλλάξουν με χαρτονομίσματα μικρότερης ονομαστικής αξίας.