Για ενδεχόμενη αναθεώρηση της νομισματικής πολιτικής της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας τον Μάρτιο έκανε λόγο ο επικεφαλής της ΕΚΤ Μάριο Ντράγκι σε συνεδρίαση της Ολομέλειας του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου στο Στρασβούργο, όπου παρουσίασε την ετήσια Έκθεση της Τράπεζας για το 2014.
Για ενδεχόμενη αναθεώρηση της νομισματικής πολιτικής της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας τον Μάρτιο έκανε λόγο ο επικεφαλής της ΕΚΤ Μάριο Ντράγκι σε συνεδρίαση της Ολομέλειας του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου στο Στρασβούργο, όπου παρουσίασε την ετήσια Έκθεση της Τράπεζας για το 2014.
Παράλληλα, αναπτύσσοντας το σκεπτικό της Έκθεσης, ο κ. Ντράγκι υπερασπίστηκε την πολιτική της ΕΚΤ το καλοκαίρι του 2014, εκτιμώντας πως τα μέτρα που ελήφθησαν τότε ήταν αποτελεσματικά, αν και αποδείχθηκαν ανεπαρκή σε ό,τι αφορά τη σταθερότητα των τιμών.
Σε κάθε περίπτωση πάντως, εάν δεν είχαν ληφθεί τα μέτρα αυτά, «η Ευρωζώνη θα είχε καθαρά οδηγηθεί πέρυσι σε αποπληθωρισμό και οι τιμές θα είχαν κατακρημνισθεί ακόμα ταχύτερα - η δε ανάπτυξη θα ήταν χαμηλότερη» υπογράμμισε.
«Χωρίς την πολιτική τόνωσης υπήρχε συγκεκριμένος κίνδυνος, με την ποσοτική χαλάρωση να μην πλησιάσουμε τον μεσοπρόθεσμο στόχο του 2% για τον πληθωρισμό. Γι' αυτό αποφασίσαμε να προσαρμόσουμε τη νομισματική μας πολιτική, μειώσαμε και πάλι το επιτόκιο αποδοχής καταθέσεων από πλευράς της ΕΚΤ στο -0,3% και η καταληκτική προθεσμία για τις αγορές κάθε μήνα, προβλέπεται για τα τέλη Μαρτίου 2017, ενώ παράλληλα θα επανεπενδύσουμε τις βασικές πληρωμές από τα αποκτηθέντα στοιχεία ενεργητικού, μόλις ωριμάσουν και για όσο χρειασθεί», εξήγησε ο κ. Ντράγκι.
Αναφερόμενος στο άμεσο μέλλον δεν απέκλεισε την πιθανότητα αναθεώρησης των επιλογών της ΕΚΤ τον επόμενο Μάρτιο, όταν οι νέες μακροοικονομικές προβλέψεις θα είναι στη διάθεση της τράπεζας.
Παρ' ότι η «ΕΚΤ θα συμβάλει ενεργά στην συνέχιση της ανάκαμψης», ο κ. Ντράγκι υποστήριξε ότι «ελλοχεύουν κίνδυνοι που θα μπορούσαν να υπονομεύσουν την πολιτική της».
Σχετικά με τις παγκόσμιες συνθήκες, ο κ. Ντράγκι σημείωσε ότι οι αναπτυξιακές προοπτικές βελτιώνονται αργά αλλά σταθερά για τις ανεπτυγμένες οικονομίες, όχι όμως και για τις αναδυόμενες οικονομίες, όπου συμβαίνει το αντίθετο.
«Η ανάπτυξη βρίσκεται ιστορικά χαμηλά, οι αναδυόμενες αγορές αντιμετωπίζουν οικονομικούς και χρηματοπιστωτικούς κινδύνους - στοιχεία που αποθαρρύνουν τους επενδυτές. Θα χρειασθεί ανθεκτικότητα για τις οικονομίες της ευρωζώνης», δήλωσε.
Μια άλλη πρόκληση είναι «η μη τελική ολοκλήρωση της τραπεζικής ένωσης και τα επεισόδια κόπωσης που παρατηρήθηκαν το δεύτερο ήμισυ του 2015». Για ένα υγιές χρηματοπιστωτικό σύστημα, σημείωσε ο κ. Ντράγκι, απαιτούνται παράλληλες προσπάθειες με την ολοκλήρωση των εργασιών στον ενιαίο εποπτικό μηχανισμό και τον ενιαίο μηχανισμό εκκαθάρισης τραπεζών. Απαιτείται επίσης ένα βασικό απόθεμα για το ενιαίο ταμείο εκκαθάρισης, ώστε να εξασφαλισθεί η αξιοπιστία του, και ένα ευρωπαϊκό σύστημα εγγύησης των καταθέσεων.
Σχετικά με τις οικονομικές και δημοσιονομικές πολιτικές των κρατών - μελών, ο Μάριο Ντράγκι υποστήριξε «την πλήρη συμμόρφωση» με τις απαιτήσεις του Συμφώνου Σταθερότητας και Ανάπτυξης.
Απέφυγε να απαντήσει στα περί συμμετοχής της Ελλάδος στο πρόγραμμα ποσοτικής χαλάρωσης
Στο ιστορικό εμπλοκής της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας στα προγράμματα μακροοικονομικής προσαρμογής με την τρόικα αναφέρθηκε ο επικεφαλής της ΕΚΤ Μάριο Ντράγκι, ωστόσο απέφυγε να τοποθετηθεί ερωτηθείς από τον ευρωβουλευτή του ΣΥΡΙΖΑ Δημήτρη Παπαδημούλης σε ό,τι αφορά τη συμμετοχής της Ελλάδας στο πρόγραμμα ποσοτικής χαλάρωσης, σε συζήτηση σχετικά με τα πεπραγμένα της ΕΚΤ.
Όταν σχηματίστηκε η τρόικα στις αρχές του 2010, εξήγησε ο κ. Ντράγκι, η Νομισματική Ένωση δεν είχε τη δυνατότητα αντιμετώπισης της απώλειας πρόσβασης στις αγορές από χώρες - μέλη.
Τόνισε δε ότι αρχικά είχε σχεδιασθεί να είναι συμβουλευτικός ο ρόλος της ΕΚΤ, της Ευρωπαϊκής Επιτροπής και του ΔΝΤ για τα κράτη και για την Ελλάδα.
«Ήταν σαφείς οι λόγοι για τους οποίους ζητήθηκε η συμβολή της ΕΚΤ αλλά και γιατί αποδέχθηκε η ΕΚΤ τη συμμετοχή της . Γιατί μια επιτυχία των προγραμμάτων θα σήμαινε έναν καλό μηχανισμό και χρηματοπιστωτική σταθερότητα» υπογράμμισε.
Διευκρίνισε πάντως ότι η τελική επιλογή και οι αποφάσεις για τα προγράμματα ανήκουν στο Eurogroup, στους υπουργούς των Οικονομικών, στον ESM και όχι στους θεσμούς που εμπλέκονται στα προγράμματα.
Πηγή: ΑΜΠΕ