Τις δυσμενείς οικονομικές συνθήκες υπό τις οποίες ζει ένα μεγάλο μέρος του γεωργικού πληθυσμού της χώρας, αναδεικνύει η νέα έρευνα του ΙΝΑ-ΓΣΕΕ, η οποία εξετάζει τις συνθήκες διαβίωσης και εισοδημάτων συνολικά του γεωργικού πληθυσμού της χώρας για την περίοδο 2009-2011.
Toυ Στέλιου Παπαπέτρου
Τις δυσμενείς οικονομικές συνθήκες υπό τις οποίες ζει ένα μεγάλο μέρος του γεωργικού πληθυσμού της χώρας, αναδεικνύει η νέα έρευνα του ΙΝΑ-ΓΣΕΕ, η οποία εξετάζει τις συνθήκες διαβίωσης και εισοδημάτων συνολικά του γεωργικού πληθυσμού της χώρας για την περίοδο 2009-2011.
Σύμφωνα με τα στοιχεία της έρευνας, ο γεωργικός πληθυσμός στην Ελλάδα υποφέρει περισσότερο από τη φτώχεια και την άνιση διανομή του εισοδήματος από ό,τι οι υπόλοιπες κοινωνικές ομάδες. Βασικά συμπεράσματα της έρευνας:
Η μεγάλη μερίδα των αυτοαπασχολούμενων του γεωργικού πληθυσμού (στην πλειονότητά τους κατ’ επάγγελμα γεωργοί) παρουσιάζουν πολύ υψηλό ποσοστό φτώχειας (31%), πολύ μεγαλύτερο από τους όμοιους τους της υπόλοιπης χώρας, αλλά και πάλι χαμηλότερο από το μέσο ποσοστό φτώχειας του γεωργικού πληθυσμού.
Ιδιαίτερο ενδιαφέρον έχει η κατηγορία των συνταξιούχων. Ενώ παρουσιάζουν σχετικά μικρό ποσοστό φτώχειας εντός του γεωργικού πληθυσμού, εμφανίζουν πολύ μεγαλύτερα ποσοστά φτώχειας από τους υπόλοιπους συνταξιούχους, καθώς αποτελούν το μεγαλύτερο τμήμα του γεωργικού πληθυσμού, παρουσιάζουν τη μεγαλύτερη συνεισφορά στη φτώχεια (περίπου 38%).
Το ποσοστό φτώχειας στον γεωργικό πληθυσμό πριν τις μεταβιβάσεις φτάνει στο «εντυπωσιακό» 64,4% για το 2009 και αυξάνεται μέχρι το 66% το 2011. Αυτό σύμφωνα με την έρευνα του ΙΝΕ-ΓΣΕΕ, φανερώνει τη μεγάλη ανισότητα στη διανομή του εισοδήματος, θύμα της οποίας είναι με μεγαλύτερη ένταση ο γεωργικός πληθυσμός.
Η δυσαναλογία της επίδρασης των συντάξεων σε σχέση με τις λοιπές μεταβιβάσεις που είναι γενικό χαρακτηριστικό του συστήματος κοινωνικής πολιτικής της χώρας μας γίνεται φανερή και κατά την εξέταση του γεωργικού πληθυσμού. Η επίδραση των λοιπών μεταβιβάσεων για τη μείωση της φτώχειας είναι πολύ μικρή και στις γεωργικές οικογένειες.
Ωστόσο, σύμφωνα με την έρευνα παρατηρείται μειωμένη αποτελεσματικότητα, σε σχέση με το μη γεωργικό πληθυσμό και σε σχέση με τον συνολικό πληθυσμό, ακόμη και των συντάξεων στη μείωση της φτώχειας. Γι’ αυτό, ενώ το ποσοστό φτώχειας μειώνεται περισσότερο από 50% για τους μη γεωργούς μετά την καταβολή των συντάξεων και των λοιπών μεταβιβάσεων, μειώνεται σε μικρότερο ποσοστό για τους γεωργούς και τις οικογένειές τους και τα τρία εξεταζόμενα έτη.
Προκύπτει επομένως, το συμπέρασμα ότι η επίδραση των μεταβιβάσεων στη μείωση της φτώχειας είναι ακόμη πιο αδύναμη στον γεωργικό πληθυσμό της χώρας, δηλαδή στον πληθυσμό που την έχει περισσότερο ανάγκη.