Οι διοικήσεις των τραπεζών εστιάζουν όλο και περισσότερο στη διαχείριση κινδύνου και αναθέτουν μεγαλύτερες ευθύνες στο προσωπικό του front office, επισημαίνεται σε έκθεση της Ernst & Young για τα μεγάλα χρηματοπιστωτικά ιδρύματα.
Οι διοικήσεις των τραπεζών εστιάζουν όλο και περισσότερο στη διαχείριση κινδύνου και αναθέτουν μεγαλύτερες ευθύνες στο προσωπικό του front office, επισημαίνεται σε έκθεση της Ernst & Young για τα μεγάλα χρηματοπιστωτικά ιδρύματα.
Συγκεκριμένα, η σχετική έρευνα αναδεικνύει τη συνεχιζόμενη προσπάθεια και τις επενδύσεις με στόχο την οικοδόμηση ενός πιο αποτελεσματικού και ανθεκτικού πλαισίου διαχείρισης κινδύνων. Στην έρευνα συμμετείχαν Διευθυντές Διαχείρισης Κινδύνου (Chief Risk Officers) και άλλα ανώτερα στελέχη από 51 τράπεζες σε 29 χώρες, συμπεριλαμβανομένης της Ελλάδας.
Η ενίσχυση της λογοδοσίας για μη-χρηματοοικονομικούς κινδύνους, καθώς και για κινδύνους δεοντολογίας και επαγγελματικής συμπεριφοράς μεταξύ των στελεχών του front office, αποτελεί πρωταρχικό στόχο για την πλειοψηφία των τραπεζών. Το 77% των τραπεζών που συμμετείχαν στην έρευνα (έναντι 68% το 2014) αναφέρουν ως κορυφαία προτεραιότητα την ενίσχυση της κουλτούρας διαχείρισης κινδύνων.
Το υψηλό κόστος των μη-χρηματοοικονομικών κινδύνων, οι οποίοι περιλαμβάνουν μεταξύ άλλων νομιμοποίηση εσόδων από παράνομες δραστηριότητες, την κανονιστική συμμόρφωση και την εταιρική φήμη, αυξάνουν την πίεση προς τις τράπεζες. Το 60% των διεθνώς σημαντικών συστημικών τραπεζών που συμμετείχαν στην έρευνα, ανέφεραν ζημιές από μη-χρηματοοικονομικούς κινδύνους (συμπεριλαμβανομένων των ρυθμιστικών προστίμων και ποινών) που υπερβαίνουν το ένα δις δολάρια στη διάρκεια των τριών τελευταίων ετών. Το 89% των ερωτηθέντων αναφέρουν ότι δίνουν αυξημένη έμφαση στους μη-χρηματοοικονομικούς κινδύνους.
Ο Γεώργιος Παπαδημητρίου, επικεφαλής του Τομέα Χρηματοοικονομικών Υπηρεσιών Κεντρικής και Νοτιοανατολικής Ευρώπης της ΕΥ, σχολιάζει τα εξής: «Η εμπέδωση μιας ισχυρής κουλτούρας διαχείρισης κινδύνου αποτελεί ένα από τα βασικά συστατικά μιας επιτυχημένης πολιτικής διαχείρισης του κινδύνου. Οι τράπεζες το αναγνωρίζουν, ωστόσο τόσο οι ρυθμιστικές αρχές όσο και τα διοικητικά συμβούλια απαιτούν πιο ισχυρή διακυβέρνηση, δομές και μηχανισμούς ελέγχου. Είναι απαραίτητο να καταστεί η έννοια της διαχείρισης κινδύνου υπόθεση όλων, από τα διευθυντικά στελέχη μέχρι το προσωπικό της πρώτης γραμμής. Αυτό απαιτεί αλλαγή νοοτροπίας και πολιτικών, μακρόπνοη δέσμευση και επενδύσεις».
Κουλτούρα διαχείρισης κινδύνου
Δυο βασικά συστατικά μιας αποτελεσματικής πολιτικής διαχείρισης κινδύνου είναι η αυστηρή επιβολή των κανόνων και η σαφής εμπέδωση, μεταξύ του προσωπικού, της αντίληψης ότι η επιλήψιμη συμπεριφορά τιμωρείται. Το 85% αναφέρει ότι οι παραβάσεις αναφέρονται άμεσα στις μονάδες διαχείρισης κινδύνου (έναντι 76% το 2014), ενώ το 69% αναφέρει ότι τις παραβάσεις χειρίζονται οι επικεφαλής των εμπλεκόμενων τμημάτων.
Οι περισσότερες τράπεζες αναφέρουν ότι οι σοβαρές παραβιάσεις των πολιτικών κινδύνου οδηγούν σε πειθαρχικές ενέργειες (94%), ωστόσο, λιγότεροι από τους μισούς (44%) δηλώνουν ότι οι ατομικές συμπεριφορές έχουν σοβαρές επιπτώσεις στην επαγγελματική εξέλιξη.
Προληπτική διαχείριση μη-χρηματοοικονομικών κινδύνων
Το 50% των τραπεζών αναπτύσσουν προληπτικές διαδικασίες εκτίμησης κινδύνων, αντί να περιμένουν να διεξάγουν έρευνες μετά την εκδήλωση του κινδύνου. Μεταξύ των προληπτικών μέτρων που λαμβάνουν οι τράπεζες, περιλαμβάνονται λεπτομερείς αναφορές και διενέργεια ερευνών για συγκεκριμένες παραβιάσεις των κανονισμών (72%), σε βάθος εξέταση των επιμέρους επιχειρησιακών διαδικασιών (70%) και αξιολόγηση των περιστατικών όπου ο κίνδυνος αντιμετωπίστηκε έγκαιρα (64%).
Τα διοικητικά συμβούλια δίνουν επίσης ιδιαίτερη προσοχή στις επιπτώσεις του αυξανόμενου κόστους δικαστικών προσφυγών, των υψηλών προστίμων και της βλάβης της φήμης των τραπεζών, σε συνδυασμό με τις πιέσεις των επενδυτών για βελτιωμένες αποδόσεις. Το 57% των ερωτηθέντων αναφέρουν τους κινδύνους συμμόρφωσης ως το κορυφαίο ζήτημα, στο οποίο επικεντρώθηκε η προσοχή των διοικητικών συμβουλίων κατά τη διάρκεια των τελευταίων 12 μηνών, ενώ το 50% (έναντι 40% το 2014) αναφέρουν ότι επήλθαν αλλαγές στο διοικητικό συμβούλιο για να επιτευχθεί πιο ουσιαστική αντιμετώπιση των θεμάτων διαχείρισης κινδύνου.