Κρίσιμες ψηφίδες στο ισχύον πλαίσιο, καθώς και η χαρτογράφηση των προβληματικών δανείων για μεγάλες επιχειρήσεις επίκεινται το αμέσως επόμενο διάστημα, ενώ ήδη οι τράπεζες «τρέχουν» τη διαχείριση των «κόκκινων» χαρτοφυλακίων με εσωτερικές μονάδες. Τα προβληματικά δάνεια ύψους 100 δισ. ευρώ είναι το κεντρικό ζήτημα στη στρατηγική των εγχώριων ομίλων, αλλά και οι ευρωπαϊκές τράπεζες αντιμετωπίζουν ένα στοκ «κόκκινων» χαρτοφυλακίων που προκαλεί πονοκέφαλο στις εποπτικές αρχές, αφού τα ΝPLs της Ευρωζώνης υπερβαίνουν τα 930 δισ. ευρώ.
Από την έντυπη έκδοση
Κρίσιμες ψηφίδες στο ισχύον πλαίσιο, καθώς και η χαρτογράφηση των προβληματικών δανείων για μεγάλες επιχειρήσεις επίκεινται το αμέσως επόμενο διάστημα, ενώ ήδη οι τράπεζες «τρέχουν» τη διαχείριση των «κόκκινων» χαρτοφυλακίων με εσωτερικές μονάδες. Τα προβληματικά δάνεια ύψους 100 δισ. ευρώ είναι το κεντρικό ζήτημα στη στρατηγική των εγχώριων ομίλων, αλλά και οι ευρωπαϊκές τράπεζες αντιμετωπίζουν ένα στοκ «κόκκινων» χαρτοφυλακίων που προκαλεί πονοκέφαλο στις εποπτικές αρχές, αφού τα ΝPLs της Ευρωζώνης υπερβαίνουν τα 930 δισ. ευρώ.
Για την ελληνική αγορά αναμένεται να αποσαφηνιστεί το τι ακριβώς θα γίνει με τα… ευαίσθητα «κόκκινα» δάνεια, όπως είναι τα στεγαστικά της πρώτης κατοικίας, τα καταναλωτικά, αλλά και τα δάνεια των μικρομεσαίων επιχειρήσεων, κάτι που θα αποτελέσει αντικείμενο διαπραγμάτευσης με τους θεσμούς, ενώ εντός του Φεβρουαρίου θα κατατεθούν οι αιτήσεις αδειοδότησης από εταιρείες διαχείρισης «κόκκινων» δανείων στην Τράπεζα της Ελλάδος.
Από πλευράς των θεσμών, πάντως, υποστηρίζεται ότι κάθε εταιρεία που λειτουργεί νόμιμα στην Ε.Ε. θα πρέπει να μπορεί να πραγματοποιεί σχετικές συναλλαγές χωρίς πρόσθετη άδεια και στην Ελλάδα. Η ανάθεση της διαχείρισης σε τρίτες εταιρείες θεωρείται πρόσφορη λύση σε μια τραπεζική αγορά με μεγάλο στοκ επισφαλειών. Και οι τέσσερις τράπεζες έχουν οργανώσει εσωτερικές μονάδες διαχείρισης και απασχολούν ήδη περί τα 9.000 άτομα, εσωτερικά και με αναθέσεις. Και πάλι, όμως, εσωτερικά μόλις το 10% με 15% των καθυστερήσεων μπορεί να αντιμετωπιστεί αποτελεσματικά.
Οι τράπεζες οφείλουν να ολοκληρώσουν σε ορίζοντα εξαμήνου μεγάλο μέρος των κινήσεων διαχείρισης ώστε να αξιολογηθούν οι διαδικασίες και η αποτελεσματικότητά τους και να γίνουν οι οριστικές προσαρμογές του πλαισίου, με τα μεγαλύτερα προσκόμματα να προκύπτουν από την παρατεταμένη εξασθένηση της οικονομικής δραστηριότητας. Επόπτες αλλά και επενδυτές ωθούν τις διοικήσεις των τραπεζών σε πιο ενεργή διαχείριση άνω των 100 δισ. ευρώ καθυστερούμενων «ανοιγμάτων».
Η Τράπεζα της Ελλάδος, σε στενή συνεργασία και με το Ταμείο Χρηματοπιστωτικής Σταθερότητας, θέτει στόχους και στενό χρονοδιάγραμμα, ζητώντας μετρήσιμα αποτελέσματα, ενώ και για τους επενδυτές που μετείχαν στις πρόσφατες αυξήσεις κεφαλαίου, το στόρι των «κόκκινων» δανείων απαιτεί γοργές διαδικασίες και βελτίωση των δεικτών ανακτησιμότητας.
Και σε ευρωπαϊκό επίπεδο, όμως, ο προβληματισμός είναι έντονος για την αντιμετώπιση των «κόκκινων» δανείων, ενώ εποπτικές αρχές και ευρωπαϊκά όργανα βλέπουν την ανάγκη να διευκολυνθεί η σταδιακή μείωση των μη εξυπηρετούμενων δανείων των τραπεζών και να βελτιώσουν τις διαδικασίες αφερεγγυότητας επιχειρήσεων και νοικοκυριών. Μάλιστα η ΕΚΤ έχει δημιουργήσει μια task force για να εντείνει τον έλεγχο στις τράπεζες με ουσιαστικό πρόβλημα μη εξυπηρετούμενων δανείων και να προτείνει δράσεις.
Η Goldman Sachs
Ενα επιβαρυμένο 4ο τρίμηνο στο κλείσιμο του 2015 εκτιμά για τις ελληνικές τράπεζες η Goldman Sachs στη χθεσινή έκθεσή της για τον ευρωπαϊκό τραπεζικό κλάδο και τις προκλήσεις στην κερδοφορία του με τίτλο «The aggregate picture: Weak operating trends are known, easing reg. pressures are new».
Ειδικότερα για την Ελλάδα επισημαίνει ότι το τελευταίο τρίμηνο σημειώθηκαν περαιτέρω ουσιαστικές διαγραφές, που αντανακλά την προσπάθεια της διαχείρισης των απωλειών από τα δανειακά χαρτοφυλάκια νωρίτερα ως αποτέλεσμα της πρόσφατης ανακεφαλαιοποίησης. H Goldman Sachs προχωρά στην αναθεώρηση των τιμών στόχων και συγκεκριμένα μειώνει την τιμή για την Πειραιώς στα 0,35 ευρώ, από 0,45 ευρώ προηγουμένως και στα 1,40 ευρώ από 1,45 προηγουμένως για τη Eurobank, ενώ διατηρεί σταθερή την τιμή στα 3,3 ευρώ για την Alpha Bank.