Mε ρυθμιστή και επόπτη την Τράπεζα της Ελλάδος ανοίγει η αγορά «κόκκινων» δανείων, ικανοποιώντας την ανάγκη για ένα ευέλικτο πλαίσιο αντιμετώπισης του προβλήματος με στόχο την «αποφόρτιση» των τραπεζών και της οικονομίας από το βαρίδι των μη εξυπηρετούμενων δανείων.
Από την έντυπη έκδοση
Της Άννας Δόγα
[email protected]
Mε ρυθμιστή και επόπτη την Τράπεζα της Ελλάδος ανοίγει η αγορά «κόκκινων» δανείων, ικανοποιώντας την ανάγκη για ένα ευέλικτο πλαίσιο αντιμετώπισης του προβλήματος με στόχο την «αποφόρτιση» των τραπεζών και της οικονομίας από το βαρίδι των μη εξυπηρετούμενων δανείων.
Η διάταξη εντάχθηκε στο πολυνομοσχέδιο που κατατέθηκε το βράδυ του περασμένου Σαββάτου στη Βουλή και ψηφίζεται αύριο, ώστε να ξεκλειδώσει η δόση του ενός δισ. ευρώ από τον ESM. Στο ν/σχ εντάχθηκαν επίσης διατάξεις για το νέο μισθολόγιο που προβλέπει αυξήσεις αποδοχών στα στελέχη του δημόσιου τομέα, την επιτάχυνση των διαδικασιών κατασκευής των αυτοκινητόδρομων, καθώς και τον αυτόματο μηχανισμό περικοπής δαπανών των δημόσιων νοσοκομείων και των φαρμακείων του ΕΟΠΥΥ.
Σε ό,τι αφορά τα «κόκκινα» δάνεια, η επιλογή που προκρίνεται είναι αυτή της ανάθεσης μεγάλου μέρους των χαρτοφυλακίων των τραπεζών σε εξειδικευμένες εταιρείες, ενώ η πώλησή τους αποτελεί πιο σύνθετη επιχειρηματική απόφαση και αφορά ειδικές κατηγορίες δανείων, οι οποίες στις περισσότερες των περιπτώσεων θεωρούνται ανεπίδεκτες είσπραξης και για αυτόν τον λόγο το τίμημα που δίνεται από τα λεγόμενα distress funds είναι εξαιρετικά χαμηλό.
Σε κάθε περίπτωση, η διαμόρφωση του πλαισίου που ήταν απαίτηση των θεσμών έρχεται να ικανοποιήσει και την αναγκαιότητα για ένα σύγχρονο πλαίσιο και μια αγορά που θα παρέχει ευελιξίες. Η θέσπιση, δε, αυστηρών προδιαγραφών για τη λειτουργία εταιρειών διαχείρισης απαιτήσεων και εταιρειών μεταβίβασης απαιτήσεων ανταποκρίνεται στο επιχείρημα της τραπεζικής αγοράς, ότι το ζητούμενο δεν είναι σε ποιον ανήκει το δάνειο, αλλά σε ποιο πλαίσιο υποχρεούται να δραστηριοποιείται και με ποιες δεσμεύσεις.
Ρητώς το σχέδιο νόμου εξαιρεί έως τις 15 Φεβρουαρίου τα καταναλωτικά, τα δάνεια -στεγαστικά ή μη- που έχουν προσημείωση ή υποθήκη πρώτης κατοικίας, καθώς και τα δάνεια προς μικρομεσαίες επιχειρήσεις, όπως και δάνεια με εγγύηση του Δημοσίου. Η προσωρινή αυτή εξαίρεση δίνεται, όπως αναφέρεται στο νομοσχέδιο, για να διαπιστωθούν τυχόν προβλήματα που θα μπορούσαν να προκύψουν στην πράξη και να διορθωθούν πριν από την εφαρμογή των ίδιων ρυθμίσεων και σε αυτές τις κατηγορίες δανείων.
Τα βασικά σημεία του πολυνομοσχεδίου είναι τα εξής:
1. Η Τράπεζα της Ελλάδος είναι αυτή που αδειοδοτεί τις εταιρείες, ελέγχοντας τους μετόχους, τη δομή και το business plan, με ειδική αναφορά στην αντιμετώπιση κοινωνικά ευπαθών ομάδων. Η ΤτΕ ελέγχει τη λειτουργία των εταιρειών και μπορεί επίσης να τερματίζει, να αναστέλλει ή να ανακαλεί την άδειά τους. Το ελάχιστο μετοχικό κεφάλαιο το οποίο οφείλει να διατηρεί η εταιρεία η οποία εξαγοράζει μη εξυπηρετούμενα δάνεια ορίζεται στις 100.000 ευρώ. Η κεντρική τράπεζα θα εξειδικεύσει τα κριτήρια, τις προϋποθέσεις, τα δικαιολογητικά και όλα τα έγγραφα που απαιτούνται για τη χορήγηση άδειας.
2. Οι εταιρείες αυτές μπορούν να λάβουν άδεια από την ΤτΕ να χορηγούν πιστώσεις με σκοπό την αναχρηματοδότηση των μη εξυπηρετούμενων δανείων.
3. Προβλέπεται άρση του τραπεζικού απορρήτου, στο μέτρο που είναι αναγκαία για τις ανάγκες της διαχείρισης, ενώ τίθενται όρια στην άρση τόσο του τραπεζικού απορρήτου όσο και στην ανακοίνωση προσωπικών δεδομένων του οφειλέτη στην εταιρεία διαχείρισης, καθώς αυτά επιτρέπονται μόνο στο μέτρο που είναι αναγκαία για τους σκοπούς της διαχείρισης.
4. Διασφαλίζεται για τους δανειολήπτες τόσο η εφαρμογή του ρυθμιστικού πλαισίου προστασίας του καταναλωτή όσο και η ειδική μέριμνα που προβλέπεται σε διατάξεις της νομοθεσίας για ευπαθείς ομάδες, όπως στον Κώδικα Δεοντολογίας.
5. Οι συμβάσεις ανάθεσης της διαχείρισης αφορούν τα μη εξυπηρετούμενα δάνεια για διάστημα μεγαλύτερο των 90 ημερών, αλλά προβλέπεται ότι θα μπορούσαν να υπαχθούν και εξυπηρετούμενα δάνεια μόνο μαζί με απαιτήσεις από μη εξυπηρετούμενα δάνεια του ίδιου οφειλέτη.
6. Οι εταιρείες διαχείρισης μπορούν να προσλαμβάνουν εταιρείες ενημέρωσης οφειλετών εφόσον τηρούνται οι διατάξεις της νομοθεσίας περί προστασίας του καταναλωτή, περί προστασίας της ιδιωτικής ζωής, του τραπεζικού απορρήτου, της καλής πίστης και των συναλλακτικών ηθών.
7. Η πώληση και μεταβίβαση απαιτήσεων αφορά δάνεια με καθυστέρηση μεγαλύτερη των 90 ημερών. Αντικείμενο της μεταβίβασης είναι μεμονωμένες απαιτήσεις ή ομάδες απαιτήσεων, ενώ σε ομάδα απαιτήσεων κατά του ίδιου δανειολήπτη μπορούν να περιλαμβάνονται και απαιτήσεις από συμβάσεις χορήγησης κάθε μορφής δανείων και πιστώσεων που εξυπηρετούνται κανονικά.
8 Αναγκαία προϋπόθεση για την πώληση απαιτήσεων είναι να έχει προταθεί πριν από 12 μήνες στον δανειολήπτη και τον εγγυητή, με εξώδικη πρόσκληση, η ρύθμιση του δανείου του, ώστε αυτό να καταστεί εξυπηρετούμενο. Ο στόχος είναι να αποφευχθεί ο αιφνιδιασμός των οφειλετών, ενώ η συγκεκριμένη προθεσμία δεν ισχύει στις περιπτώσεις των επίδικων ή επιδικασθεισών απαιτήσεων ή των απαιτήσεων κατά των μη συνεργάσιμων δανειοληπτών, καθώς στη μεν περίπτωση των επίδικων ή επιδικασθεισών απαιτήσεων δεν μπορεί να γίνει λόγος για αιφνιδιασμό, στη δε περίπτωση των μη συνεργάσιμων δανειοληπτών δεν θα εξυπηρετούσε σε τίποτε η αποστολή πρόσκλησης.
9. Προβλέπεται ρητά η απαγόρευση της χειροτέρευσης της θέσης του οφειλέτη και του εγγυητή, τόσο από ουσιαστική όσο και από δικονομική άποψη, ως συνέπεια της πώλησης ή της μεταβίβασης των απαιτήσεων. Εξασφαλίζεται με τον τρόπο αυτό ότι οι δανειολήπτες θα διατηρήσουν όλα τα δικαιώματά τους καθώς και τις δικονομικές και ουσιαστικές ενστάσεις τους έναντι του εκδοχέα των απαιτήσεων από συμβάσεις χορήγησης δανείων και πιστώσεων.
Οπως αναφέρεται στην αιτιολογική έκθεση του πολυνομοσχεδίου, η διάταξη αυτή προσπαθεί να καλύψει οποιαδήποτε κενά προστασίας του δανειολήπτη θα μπορούσαν να προκύψουν από την εφαρμογή είτε των γενικών διατάξεων είτε από τις υπόλοιπες διατάξεις της προτεινόμενης τροπολογίας.
Τι σημαίνει για τράπεζες, δανειολήπτες
Στην αιτιολογική έκθεση του πολυνομοσχεδίου η κυβέρνηση επιχειρεί να δικαιολογήσει την υπέρβαση μιας βασικής «κόκκινης γραμμής» όσον αφορά την πώληση δανείων σε εξειδικευμένα funds, κάνοντας λόγο ακόμη και για ευνοϊκότερες για τους δανειολήπτες ρυθμίσεις από τα αποκαλούμενα, από την ίδια την κυβέρνηση, «κοράκια».
Οπως αναφέρεται, οι τράπεζες θα μπορούν να ενισχύουν άμεσα τη ρευστότητά τους εισπράττοντας τμήμα της αμοιβής τους, το οποίο είναι αμφίβολο αν θα εισέπρατταν με αναγκαστική εκτέλεση και σε κάθε περίπτωση θα το εισέπρατταν αργότερα, ενώ ο δανειολήπτης θα μπορεί να λάβει από τον αγοραστή του δανείου πολύ ευνοϊκότερες προτάσεις ρύθμισης, διότι ο τελευταίος θα έχει αγοράσει την απαίτηση σε τιμή μικρότερη της ονομαστικής της αξίας και επομένως μια πρόταση που θα ήταν ζημιογόνος για την τράπεζα, θα είναι κερδοφόρος για τον αγοραστή.