Καβγάδες για το δέντρο και όχι για το δάσος, ακόμα και στα έδρανα της Βουλής, έχουν προκληθεί για το ελαιόλαδο με αφορμή την επικείμενη αύξηση των ποσοτήτων που δύναται να εξάγει προς την Ευρωπαϊκή Ενωση η Τυνησία τη διετία 2016-2017.
Από την έντυπη έκδοση
Της Δανάης Αλεξάκη
[email protected]
Καβγάδες για το δέντρο και όχι για το δάσος, ακόμα και στα έδρανα της Βουλής, έχουν προκληθεί για το ελαιόλαδο με αφορμή την επικείμενη αύξηση των ποσοτήτων που δύναται να εξάγει προς την Ευρωπαϊκή Ενωση η Τυνησία τη διετία 2016-2017.
Αντί τα βλέμματα να στρέφονται στην αδυναμία της χώρας να καταστεί «βασίλισσα» των αγορών στα τυποποιημένα ελαιόλαδα, με γνώμονα το εξαιρετικής ποιότητας εγχώριο προϊόν, στο επίκεντρο βρίσκεται η «απειλή» που θα δεχθεί επί της ουσίας η διάθεση των χύμα ποσοτήτων.
Η «υπόθεση της Τυνησίας» θα πρέπει να αποτελέσει αιτία και αφορμή ώστε να υπάρξει αλλαγή πορείας σε όλη την παραγωγική αλυσίδα: παραγωγοί - μεταποιητές - βιομηχανία - εξαγωγείς αλλά και της πολιτείας προς το αυτονόητο, δηλαδή τη δημιουργία ισχυρών επώνυμων τυποποιημένων σημάτων ελαιόλαδου, που να μην επηρεάζονται από τέτοιου είδους εξελίξεις ή συμφωνίες μεταξύ αγορών. Σήμερα, σύμφωνα με τα διαθέσιμα στοιχεία, στο στάδιο της τυποποίησης φτάνει κάθε χρόνο λιγότερο από το 30% της παραγωγής (έναντι 50% στην Ισπανία και 80% στην Ιταλία).
Αντιθέτως, το μεγαλύτερο μέρος της εγχώριας ζήτησης -λόγω και της υψηλής αυτοκατανάλωσης- αλλά και των εξαγωγών καλύπτεται από χύμα ποσότητες, γεγονός που μεταφράζεται σε χαμηλά μερίδια για τη χώρα μας στη διεθνή αγορά τυποποιημένων προϊόντων και βέβαια χαμηλότερη τιμολόγηση έναντι των ανταγωνιστικών προϊόντων των άλλων μεσογειακών χωρών, παρά την ποιοτική τους υπεροχή.
Μάλιστα, είναι λιγοστά τα παραδείγματα εταιρειών που κατάφεραν να διατηρήσουν την παρουσία των επώνυμων σημάτων τους πάνω από 14 μήνες στα ξένα ράφια και να καταγράψουν ανοδική πορεία, ενώ ακόμα και ισχυρά πολυεθνικά σήματα που δραστηριοποιούνται στην εγχώρια αγορά εξακολουθούν να εμφανίζουν ιδιαίτερα χαμηλά ποσοστά εξαγωγών ελαιόλαδου συγκριτικά με τα μεγέθη τους.
Και μολονότι για τις εγχώριες βιομηχανίες αποδεικνύεται ιδιαίτερα δύσκολος ο στόχος της ανάδειξης σε όρους marketing της αξίας του ελληνικού ελαιόλαδου, οι ιταλικές εταιρείες κατάφεραν να κατακτούν τις διεθνείς αγορές απολαμβάνοντας ιδιαίτερα υψηλά ποσοστά, όχι μόνο αναγνωρισιμότητας αλλά και πιστότητας των καταναλωτών. Το ενδιαφέρον σε αυτή την περίπτωση είναι ότι περί το 70% του συνολικού όγκου των εγχώριων εξαγωγών ελαιόλαδου διοχετεύεται κυρίως σε ιταλικές βιομηχανίες, όπου το ελληνικό ελαιόλαδο επεξεργάζεται και επανεξάγεται ως τυποποιημένο.
Τι πρέπει να αλλάξει
Εκ των βασικών αιτιών για τη διακίνηση μεγάλων ποσοτήτων χύμα ελαιόλαδου αναφέρεται η χαμηλή ρευστότητα των παραγωγών. Οι τελευταίοι, λόγω των αναγκών που προκαλεί η έλλειψη χρηματοδότησης από το τραπεζικό σύστημα, επιλέγουν να πωλούν σε σύντομο χρονικό διάστημα, αποφεύγοντας να διακρατούν το απόθεμά τους για επεξεργασία και εμφιάλωση, διαδικασία που απαιτεί διάστημα τουλάχιστον δύο μηνών.
Επίσης, η εξάρτηση -εφησυχασμός- από τις αγροτικές επιδοτήσεις και στην περίπτωση του ελαιόλαδου έχει ως αποτέλεσμα να μην αναπτύσσονται επιχειρηματικά σχήματα μεταξύ ομάδων παραγωγών ή και αγροτικών συνεταιρισμών με στόχευση την καθετοποίηση της παραγωγής και τη διάθεση - διακίνηση εντός και εκτός συνόρων επώνυμων τυποποιημένων κωδικών.
Σε επίπεδο μεταποίησης τα περισσότερα ελαιοτριβεία στη χώρα είναι οικογενειακές επιχειρήσεις χαμηλής αποδοτικότητας και υψηλού κόστους επεξεργασίας λόγω της τριφασικής τους τεχνολογίας (σε αντίθεση με άλλες αγορές όπως π.χ. Ισπανία, όπου υπερτερούν αριθμητικά τα διφασικά ελαιοτριβεία).
Σε αυτό το πλαίσιο, παράγοντες της αγοράς αναφέρουν ότι θα πρέπει να δοθούν κίνητρα και για συγχωνεύσεις των μονάδων παραγωγής και τυποποίησης, ώστε να δημιουργηθούν μεγαλύτερα σχήματα στην αγορά τα οποία να έχουν τη δυνατότητα μεγαλύτερης παραγωγικής δυναμικής.
Παράλληλα, θα πρέπει να αλλάξει η διαπραγματευτική νοοτροπία των παραγωγών, διεκδικώντας τιμές ανάλογες της ποιότητας του ελαιόλαδου που παρέχουν.
«Πρέπει οι παραγωγοί πέρα από την οργάνωσή τους σε μεγαλύτερα σχήματα /ομάδες, να ‘’πουλήσουν’’ την ποιότητα και να αξιώσουν η παραγωγή τους να προσανατολίζεται σε επώνυμα είδη προκειμένου να αποκτήσει μεγαλύτερη υπεραξία», αναφέρουν στελέχη της αγοράς.
Οσον αφορά στη βιομηχανική δραστηριότητα, μολονότι ο καρπός της ελληνικής γης δεν έχει επηρεαστεί από τα μνημόνια και κατ’ επέκταση η ποιότητα του ελληνικού ελαιόλαδου δεν έχει χάσει τη δυναμική της, ο κλάδος δεν φαίνεται να προσελκύει ιδιαίτερα το ενδιαφέρον ισχυρών επενδυτικών κεφαλαίων, ωστόσο έχει αποτελέσει αφετηρία για πολλά start up εγχειρήματα.
Βασική προϋπόθεση, ωστόσο, για να καρποφορήσουν οι επιχειρηματικές προσπάθειες είναι να δημιουργηθούν επενδυτικά εργαλεία που να τις στηρίζουν, δεδομένου ότι σήμερα είναι αδύνατον να χρηματοδοτηθούν ιδιαίτερα οι νεοσύστατες εταιρείες που δεν διαθέτουν εταιρική χρήση.
Αδυναμία παρατηρείται και σε επίπεδο ένταξης επιχειρήσεων σε οποιοδήποτε επιδοτούμενο πρόγραμμα, κυρίως όσον αφορά στην εξωστρέφεια, ενώ η αξιοποίηση των δυνατοτήτων που προσφέρουν οι αναπτυξιακοί νόμοι θεωρείται για την πλειονότητα των ενδιαφερόμενων αδύνατη.
Αξιοσημείωτο είναι ακόμα ότι σύμφωνα με τα στοιχεία του Συνδέσμου Ελληνικών Βιομηχανιών Τυποποίησης Ελαιόλαδου (ΣΕΒΙΤΕΛ) υπολογίζεται ότι περί τις 430 επιχειρήσεις δραστηριοποιούνται στην παραγωγή, 60-70 εξ αυτών ασχολούνται και με την παραγωγή ελαιόλαδου κουπέ και πυρηνέλαιου. Ωστόσο, ακόμα και στην εγχώρια αγορά οι καταναλωτές αναγνωρίζουν πολύ μικρό αριθμό εταιρειών που δραστηριοποιούνται στην κατηγορία του ελαιόλαδου.
Σε επίπεδο προώθησης στις ξένες αγορές και δη εκτός Ε.Ε. οι ανταγωνίστριες αγορές έχουν ήδη «τρέξει» δράσεις στήριξης των προϊόντων τους εδώ και δεκαετίες, έχουν πάρει θέση και θωρακίζουν τα μερίδιά τους.
Ως εκ τούτου, πέρα από τα κεφάλαια που πρέπει να επενδύσουν στο κομμάτι του marketing οι ίδιες οι εταιρείες, δεδομένου ότι πρόκειται για ανταποδοτική δαπάνη πρέπει να λειτουργήσουν συλλογικά και οι διάφοροι φορείς στην κατεύθυνση της προώθησης του ελληνικού ελαιόλαδου ακολουθώντας και μοντέλα άλλων αγορών.
Ενδεικτικά, ο ΣΕΒΙΤΕΛ αναφέρει την περίπτωση της Ισπανίας, όπου έχει καθιερωθεί παρακράτηση λίγων λεπτών/λίτρο ελαιόλαδου με αποτέλεσμα να συγκεντρώνονται ετησίως περί τα 6 εκατ. ευρώ τα οποία τίθενται αποκλειστικά για προγράμματα προβολής και προώθησης των προϊόντων.
Κόντρα για την Τυνησία
Μεγάλη αναστάτωση έχει προκληθεί τις τελευταίες μέρες, η οποία μάλιστα μετατράπηκε πρόσφατα σε καβγά στην Ολομέλεια της Βουλής μεταξύ του Βασίλη Κεγκέρογλου, βουλευτής ΠΑΣΟΚ Ν. Ηρακλείου και του υπουργού Αγροτικής Ανάπτυξης Βαγγέλη Αποστόλου, εξαιτίας της έγκρισης από την Ευρωπαϊκή Επιτροπή νομοθετικής πρότασης που αφορά τη δυνατότητα επιπλέον εισαγωγής 35.000 τόνων τυνησιακού ελαιόλαδου για τα έτη 2016-2017.
Να αναφέρουμε ότι η πρόταση αυτή τροποποιεί το ισχύον καθεστώς του Κανονισμού της Ε.Ε., στον οποίο προβλέπεται ετήσια αδασμολόγητη εισαγωγή 56.700 τόνων ελαιόλαδου από την Τυνησία στην Ευρωπαϊκή Ενωση. Προτάθηκε, δηλαδή, η αύξηση της ποσόστωσης αυτής κατά 35.000 τόνους για δύο έτη. Επισημαίνεται ότι η πρόταση τελεί υπό την έγκριση του συμβουλίου υπουργών και του Ευρωκοινοβουλίου.
Η επικύρωση της πρόταση αναμένεται να επιδράσει καταλυτικά στη ζήτηση, αλλά κυρίως στη τιμή του ελαιολάδου, η οποία σήμερα υποχωρεί στα 3,2 ευρώ, με τη γενικότερη τάση να παραμένει πτωτική όπως αναφέρουν ελαιοπαραγωγοί.
Σχετικά με την αντιπαράθεση, ο βουλευτής ζήτησε από τον υπουργό να του αιτιολογήσει για ποιο λόγο δεν άσκησε βέτο στο πρόσφατο Συμβούλιο Υπουργών Γεωργίας στις 16 Νοεμβρίου, αλλά κράτησε ενδοτική στάση, η οποία λειτούργησε σε βάρος των συμφερόντων των Ελλήνων ελαιοπαραγωγών.
Από την πλευρά του ο κ. Αποστόλου έσπευσε να ανακοινώσει πως η κυβέρνηση προστατεύει το ελαιόλαδο και έχει έτοιμους ήδη πόρους να διαθέσει για την προώθηση του προϊόντος.