Με νέο πρόγραμμα εποπτείας της Ελλάδας θα συνοδευτεί η συμφωνία κυβέρνησης και δανειστών για την αναδιάρθρωση του δημόσιου χρέους, η οποία έρχεται μεν πιο κοντά, αλλά υπό την προϋπόθεση της εφαρμογής όλων των δεσμεύσεων και ειδικά του ασφαλιστικού και του φορολογικού.
Από την έντυπη έκδοση
Του Θάνου Τσίρου
Με νέο πρόγραμμα εποπτείας της Ελλάδας θα συνοδευτεί η συμφωνία κυβέρνησης και δανειστών για την αναδιάρθρωση του δημόσιου χρέους, η οποία έρχεται μεν πιο κοντά, αλλά υπό την προϋπόθεση της εφαρμογής όλων των δεσμεύσεων και ειδικά του ασφαλιστικού και του φορολογικού.
Τα μηνύματα αυτά εστάλησαν χθες από τον επικεφαλής του ESM Κλάους Ρέγκλινγκ και τους εκπροσώπους της Κομισιόν και της ΕΚΤ στο κουαρτέτο Ντέκλαν Κοστέλο και Ράσμους Ρούφερ, ενώ ο υπουργός Οικονομικών Ευκλείδης Τσακαλώτος αποσαφήνισε πως η ελληνική πλευρά επιζητεί μια βιώσιμη λύση με μακροπρόθεσμο ορίζοντα και να μην επαναληφθεί αυτό που συνέβαινε μέχρι τώρα με λύσεις που απλώς «κλοτσούσαν τον τενεκέ πιο κάτω στον δρόμο». Σύμμαχος της Ελλάδας εμφανίζεται η αμερικανική πλευρά, με τον πρέσβη στην Αθήνα Ντέιβιντ Πιρς να χαρακτηρίζει «κατεπείγον ζήτημα τη μακροχρόνια βιωσιμότητα του ελληνικού κρατικού χρέους».
Υπό επιτήρηση
Περισσότερα μέτρα προς την κατεύθυνση της επιμήκυνσης των περιόδων αποπληρωμής του ελληνικού χρέους και της αναβολής πληρωμής τόκων του μπορεί να λάβει η Ευρωζώνη, χωρίς ωστόσο να υπάρξει «ονομαστικό κούρεμα», δήλωσε ο επικεφαλής του Ευρωπαϊκού Μηχανισμού Σταθερότητας (ESM) Κλάους Ρέγκλινγκ σε συνέντευξη που έδωσε στη φινλανδική εφημερίδα «Kauppalehti».
Ο κ. Ρέγκλινγκ τόνισε ότι δεν μπορεί να αναφερθεί συγκεκριμένα, αν είναι ρεαλιστικό να συμβεί αυτό που περιέγραψε το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο (ΔΝΤ) στην έκθεση του Ιουλίου, ότι δηλαδή για να γίνει βιώσιμο το ελληνικό χρέος θα πρέπει να παραταθεί κατά 40 χρόνια η περίοδος αποπληρωμής του και κατά 20 χρόνια η περίοδος χάριτος.
«Οι θεσμοί θα αξιολογήσουν τη βιωσιμότητα του χρέους ξανά στην αρχή του επόμενου έτους, λαμβάνοντας υπ’ όψιν το οικονομικό περιβάλλον. Κατόπιν θα δούμε τι είναι πραγματικά αναγκαίο», δήλωσε. Η άποψη αυτή του ΔΝΤ, είπε, δεν έχει συζητηθεί στην Ευρωζώνη ή με το Ταμείο και προσέθεσε ότι «η ελληνική οικονομία τα πάει καλύτερα τώρα από ό,τι τον Αύγουστο που συμφωνήθηκε το πρόγραμμα» και ότι τα επιτόκια είναι χαμηλότερα, καθώς ο ESM μπορεί να δανείζει την Ελλάδα με λιγότερο από 1%.
Απαντώντας σε σχετική ερώτηση, ο κ. Ρέγκλινγκ είπε ότι είναι πιθανόν να δοθεί στην Ελλάδα τμηματικά η ελάφρυνση του χρέους της για να συνδεθεί με όρους πολιτικής που πρέπει να εφαρμόσει μετά τη λήξη του προγράμματος τον Ιούλιο του 2018.
«Υπάρχει μία πιθανότητα για να υπάρχουν όροι πολιτικής για μεγαλύτερο διάστημα. Το πρόγραμμα θα διαρκέσει έως τον Ιούλιο του 2018. Εως τότε η Ελλάδα αναμένεται ότι θα μπορεί να χρηματοδοτείται και πάλι πλήρως από τις αγορές. Μία τέτοια ελάφρυνση χρέους θα δινόταν ουσιαστικά αρκετό καιρό μετά τη λήξη του προγράμματος. Θα μπορούσε να συνεχίσει να συνδέεται με κάποιου είδους όρους για να ελέγχεται και να διασφαλίζεται ότι η μεταρρυθμιστική διαδικασία θα συνεχιστεί μετά τη λήξη του προγράμματος. Δεν το έχουμε κάνει αυτό σε άλλες περιπτώσεις, αλλά οι άλλες περιπτώσεις ήταν ευκολότερες όσον αφορά τη βιωσιμότητα του χρέους» είπε χαρακτηριστικά.
Ο κ. Ρέγκλινγκ σημείωσε ότι αυτό που θα συζητηθεί για το χρέος «θα βοηθήσει περισσότερο μεσοπρόθεσμα». «Το κόστος εξυπηρέτησης του ελληνικού χρέους ως ποσοστό του ΑΕΠ έως το 2022 είναι μικρότερο από ό,τι σε πολλές χώρες - μέλη του ευρώ. Δεν υπάρχουν πολλά πράγματα που πρέπει να κάνουμε εδώ. Αυτό που χρειάζεται είναι να διασφαλίσουμε ότι η Ελλάδα μπορεί να εξυπηρετήσει το χρέος της μεσοπρόθεσμα. Θα είναι και ένα σημαντικό μήνυμα στις αγορές, ότι δεν πρέπει να ανησυχούν γι’ αυτό και ότι μπορεί να επενδύσουν ξανά στην Ελλάδα».
Πάντως, ο γενικός διευθυντής του ESM αναμένει, όπως είπε, ότι το ΔΝΤ θα λάβει μέρος στη χρηματοδότηση του ελληνικού προγράμματος σε κάποιο χρονικό σημείο το επόμενο έτος, σημειώνοντας ότι η συμμετοχή του μπορεί να είναι πολύ μικρότερη από ό,τι στο παρελθόν. «Το ποσό θα είναι μικρό. Δεν είναι όπως στο πρώτο ελληνικό πρόγραμμα, όταν το ΔΝΤ συνέβαλε κατά το ένα τρίτο. Πιο πρόσφατα, στην Κύπρο ήταν κάτω από 10%». Πρόσθεσε ότι ο Ταμείο περιμένει κάποιες σημαντικές αποφάσεις, όπως τη μεταρρύθμιση του ασφαλιστικού και την εξέλιξη της συζήτησης για την ελάφρυνση του χρέους.
Σε ερώτηση, σε ποια φάση βρίσκεται η Ελλάδα όσον αφορά στην προσαρμογή της οικονομίας της, ο κ. Ρέγκλινγκ είπε ότι από δημοσιονομικής πλευράς έχουν γίνει τα περισσότερα από όσα χρειάζονταν και ότι και στο μέτωπο των διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων έχουν γίνει αρκετά. Πιστεύει ωστόσο ότι μένουν αρκετά που πρέπει να γίνουν. Για παράδειγμα, το ελληνικό συνταξιοδοτικό σύστημα είναι το πιο ακριβό στην Ευρώπη και η φορολογική διοίκηση πρέπει να ενισχυθεί περαιτέρω. Επίσης, ο κ. Ρέγκλινγκ τόνισε ότι το σενάριο εξόδου της Ελλάδας από το ευρώ δεν τίθεται τώρα από κανέναν.
Yπό όρους
Ο εκπρόσωπος της Κομισιόν στο κουαρτέτο Ντέκλαν Κοστέλο κατά τη χθεσινή του ομιλία στο συνέδριο του Ελληνοαμερικανικού Επιμελητηρίου για την «Ωρα της ελληνικής οικονομίας», ζήτησε από την κυβέρνηση να παραμείνει συνεπής στις πολιτικές που έχουν αποφασιστεί στο πλαίσιο της συμφωνίας του Αυγούστου και να εφαρμόσει πλήρως το πρόγραμμα προκειμένου να λάβει ως αντάλλαγμα το εισιτήριο συμμετοχής στην επαναδιαπραγμάτευση του χρέους.
«Θα πρέπει να δούμε τη συζήτηση μετά την ολοκλήρωση της έκθεσης προόδου» δήλωσε χαρακτηριστικά ο κ. Κοστέλο, αφήνοντας ανοικτό το ενδεχόμενο για νέα παράταση στη διάρκεια αποπληρωμής των χρεών. Με ιδιαίτερα προσεκτικές διατυπώσεις, ο εκπρόσωπος της Κομισιόν στο κουαρτέτο φρόντισε να κρατήσει χαμηλά τον πήχη των προσδοκιών, εκτιμώντας ότι «υπάρχουν ήδη αρκετές παραχωρήσεις που έχουν γίνει προς την ελληνική πλευρά».
Από την άλλη, ο ίδιος αναγνώρισε το πρόβλημα που θα δημιουργηθεί μετά το 2020 λόγω της υπερσυσσώρευσης δανειακών υποχρεώσεων, κάνοντας λόγο για την ανάγκη εξομάλυνσης. Πρόκειται για τα δάνεια που δόθηκαν στην Ελλάδα στο πλαίσιο του 2ου μνημονίου. Η Ελλάδα έχει λάβει 10ετή περίοδο χάριτος, γεγονός που της επιτρέπει για το 2015, το 2016 αλλά και τα επόμενα χρόνια να επιβαρύνεται με ένα σχετικά διαχειρίσιμο ποσό τόκων της τάξης των 6 δισ. ευρώ ετησίως. Από το 2020 και μετά το ποσό θα πάψει να είναι διαχειρίσιμο, καθώς η δαπάνη μόνο για τους τόκους θα εκτοξευτεί ακόμη και πάνω από τα 17 δισ. ευρώ.
Αυτό είχε στο μυαλό του ο κ. Κοστέλο όταν τόνιζε ότι «θα πρέπει να υπάρξει συζήτηση για να είναι προσιτές οι πληρωμές σε ετήσια βάση», προσθέτοντας ότι «θα πρέπει να εξεταστούν επίσης οι κύκλοι του ΑΕΠ αλλά και των επιτοκίων αλλά και να ληφθούν υπ’ όψιν οι όποιες έκτακτες συνθήκες μπορεί να δημιουργηθούν».
Βιώσιμη λύση
Εκτενή αναφορά στην ανάγκη αναδιάρθρωσης του δημόσιου χρέους -μετά την ολοκλήρωση της διαπραγμάτευσης για τη 2η λίστα με τα προαπαιτούμενα αλλά και για τη 2η αξιολόγηση- έκανε και ο Ευκλείδης Τσακαλώτος, μιλώντας στο ίδιο συνέδριο. Ο υπουργός Οικονομικών κατέστησε σαφές ότι η ελληνική πλευρά επιζητεί μια βιώσιμη λύση με μακροπρόθεσμο ορίζοντα και να μην επαναληφθεί αυτό που συνέβαινε μέχρι τώρα με λύσεις που απλώς «κλοτσούσαν τον τενεκέ πιο κάτω στον δρόμο».
Ο κ. Τσακαλώτος ζήτησε να δημιουργηθεί ένας καθαρός δρόμος που θα δείχνει με ποιο τρόπο θα ξεφύγει η Ελλάδα από την κρίση, έτσι ώστε αυτοί που θα θελήσουν να επενδύσουν στη χώρα να μην αναρωτιούνται για το αν έχει παρέλθει οριστικά ο κίνδυνος του Grexit, να μην αμφισβητούν το κατά πόσο θα χρηματοδοτηθούν οι ανάγκες της Ελλάδας ύστερα από 2-3 χρόνια ή το κατά πόσο θα υπάρξει ανάπτυξη ή όχι τα επόμενα χρόνια.
«Για να επενδύσει κάποιος για δέκα χρόνια, μπορεί να υπάρχει συμφωνία με τους θεσμούς, μπορεί να διαπραγματευθεί, μπορεί να υπάρχουν όροι, αλλά πρέπει να είναι τέτοιος ο διάδρομος που να ξέρει ο επενδυτής ότι έχει έναν καθαρό δρόμο για τα επόμενα 10 χρόνια. Αν δεν το έχει αυτό δεν θα επενδύσει, δεν θα γυρίσει η ανάπτυξη, δεν θα καλύψουμε τους δημοσιονομικούς μας στόχους και θα μας ζητηθούν κι άλλες μεταρρυθμίσεις» τόνισε χαρακτηριστικά ο κ. Τσακαλώτος και αναφέρθηκε για μια ακόμη φορά στον οδικό χάρτη που έχει χαράξει η κυβέρνηση: «Αυτός ο οδικός χάρτης άρχισε με την ανακεφαλαιοποίηση των τραπεζών, συνεχίζεται με το κλείσιμο της πρώτης αξιολόγησης και τελειώνει με το πρώτο στάδιο, της συζήτησης για το χρέος.
Φωτιές από τον εκπρόσωπο
Μέχρι να φτάσει εκείνη η ώρα, η κυβέρνηση θα πρέπει να ξεπεράσει τη δοκιμασία των προαπαιτούμενων και του ασφαλιστικού. Ο εκπρόσωπος της Κομισιόν στο κουαρτέτο Ντ. Κοστέλο άναψε νέες «φωτιές» κατά την ομιλία του, με σημαντικότερες τις εξής:
1 Υποστήριξε ότι η Κομισιόν δεν θεωρεί ενδεδειγμένη λύση για την αντιμετώπιση των προβλημάτων του ασφαλιστικού την αύξηση των ασφαλιστικών εισφορών (ειδικά των εργοδοτικών), εκτιμώντας ότι αυτό μπορεί να λειτουργήσει αρνητικά για τη δημιουργία νέων θέσεων εργασίας.
2 Η 2η «φωτιά» είχε να κάνει με τη λίστα των 13 προαπαιτούμενων στην οποία ενέταξε το νέο μισθολόγιο των δημοσίων υπαλλήλων, τη δημιουργία μιας νέας ανεξάρτητης Γενικής Γραμματείας Δημοσίων Εσόδων αλλά και την περαιτέρω ιδιωτικοποίηση της ΔΕΗ. Μίλησε όμως και για το εργασιακό. Μένει να φανεί τις επόμενες ημέρες αν κατά την επιστροφή του κουαρτέτου στην Αθήνα (προγραμματίζεται για τα μέσα της επόμενης εβδομάδας) η κυβέρνηση θα βρεθεί αντιμέτωπη με νέες πιέσεις για την απελευθέρωση των ομαδικών απολύσεων και την αλλαγή του συνδικαλιστικού νόμου.
Κατεπείγον ζήτημα
Για το ελληνικό χρέος μίλησε και ο Αμερικανός πρέσβης στην Ελλάδα Ντέιβιντ Πιρς, χαρακτηρίζοντας ως «κατεπείγον» ζήτημα τη μακροχρόνια βιωσιμότητα του ελληνικού κρατικού χρέους, αλλά και τη διασφάλιση της παραμονής της χώρας στην Ευρωζώνη. Μιλώντας και αυτός στο 26ο συνέδριο του Ελληνοαμερικανικού Επιμελητηρίου ανέφερε τρεις λόγους για τους οποίους είναι επιτακτική ανάγκη η ανάκαμψη της ελληνικής οικονομίας: ανθρωπιστικούς, λόγους σταθερότητας αλλά και ακεραιότητας της Ε.Ε. Ο κ. Πιρς τόνισε ότι η γεωγραφική θέση της Ελλάδας την καθιστά διαμετακομιστικό κόμβο για την ενέργεια και πρόσθεσε πως η Ελλάδα πρέπει να είναι λιγότερο εξαρτημένη από τη ρωσική ενέργεια.
Αβάσιμες ανησυχίες
Από την πλευρά του, ο Ράσμους Ρούφερ της ΕΚΤ ζήτησε, μιλώντας και αυτός στο συνέδριο, να ληφθούν όλα τα απαραίτητα μέτρα ώστε ο τρίτος γύρος ανακεφαλαιοποίησης των τραπεζών που βρίσκεται σε φάση ολοκλήρωσης, να είναι και ο τελευταίος. Πρόσθεσε πάντως ότι είναι αβάσιμες οι ανησυχίες ότι θα χρειαστεί νέα ανακεφαλαιοποίηση, ενώ ξεκαθάρισε ότι δεν υπάρχει κανένας κίνδυνος κουρέματος καταθέσεων.