Οικονομία & Αγορές
Τρίτη, 24 Νοεμβρίου 2015 12:51

Εθνικό στρατηγικό σχέδιο ανάπτυξης ζητεί ο Β. Κορκίδης

«Η αποπληρωμή του όποιου, ακόμα και βιώσιμου χρέους, δεν μπορεί να επιτευχθεί με τη συνεχή αύξηση των φόρων, αλλά μόνο με τη μεγέθυνση της πραγματικής οικονομίας», δήλωσε ο πρόεδρος του Εμπορικού και Βιομηχανικού Επιμελητηρίου Πειραιά και της ΕΣΕΕ Βασίλης Κορκίδης.

«Η αποπληρωμή του όποιου, ακόμα και βιώσιμου χρέους, δεν μπορεί να επιτευχθεί με τη συνεχή αύξηση των φόρων, αλλά μόνο με τη μεγέθυνση της πραγματικής οικονομίας», δήλωσε ο πρόεδρος του Εμπορικού και Βιομηχανικού Επιμελητηρίου Πειραιά και της ΕΣΕΕ Βασίλης Κορκίδης.

Με αφορμή τον «χάρτη» του χρέους - όπως τον υπολόγισε το ΕΒΕΠ - ο κ. Κορκίδης ανέφερε ότι «το μακροχρόνιο, μείζον πρόβλημα του ελληνικού δημοσίου χρέους, που αναντίρρητα αποτελεί "βαρίδι" στη προσπάθεια επιστροφής της χώρας σε αναπτυξιακή πορεία, πρέπει να αντιμετωπιστεί με ένα Εθνικό Στρατηγικό Σχέδιο Ανάπτυξης με απασχόληση, ενώ οι εταίροι από τη μεριά τους πρέπει να αντιληφθούν, ότι πρέπει να παρθούν άμεσα αποφάσεις για την απομείωσή του».

«Δυστυχώς, όμως, η συζήτηση καθυστερεί να αρχίσει, ενώ τα προαπαιτούμενα μέτρα του τρίτου μνημονίου κινούνται σε εντελώς αντίθετη κατεύθυνση, με δεδομένη την υπερφορολόγηση επιχειρήσεων και νοικοκυριών», πρόσθεσε ο Β. Κορκίδης.

Ο «χάρτης του χρέους» από το ΕΒΕΠ

«Τον ... χάρτη του ελληνικού χρέους ξεδιπλώνει το Εμπορικό και Βιομηχανικό Επιμελητήριο Πειραιώς (ΕΒΕΠ)» όπως αναφέρεται σε σημερινή ανακοίνωση του επιμελητηρίου. Συγκεκριμένα, το ΕΒΕΠ σημειώνει τα εξής:

Σύμφωνα με τα στοιχεία του προϋπολογισμού που κατατέθηκαν στη Βουλή από το υπουργείο Οικονομικών το δημόσιο χρέος για το 2015 θα διαμορφωθεί στα 316,5 δισ. ευρώ ή 180,2% του ΑΕΠ, ενώ το 2016 θα αυξηθεί στα 327,6 δισ. ευρώ ή 187,8%.

Σήμερα, το ύψος του ελληνικού δημόσιου χρέους προς ιδιώτες και επίσημους πιστωτές ανέρχεται στα 296 δισ. ευρώ, σύμφωνα με τα τελευταία δημοσιευμένα στοιχεία.

Στο ποσό αυτό όμως, δεν συμπεριλαμβάνεται το λεγόμενο «κρυφό χρέος», ύψους 25 δισ. ευρώ, που είναι οι δυνητικές υποχρεώσεις του ελληνικού Δημοσίου σε περίπτωση καταπτώσεως των εγγυήσεων, τις οποίες έχει παράσχει σε φορείς εντός και εκτός Γενικής Κυβέρνησης: δηλαδή κρατικές επιχειρήσεις, δημόσιοι οργανισμοί και ΔΕΚΟ που έχουν αντλήσει αυτά τα δάνεια. Στην περίπτωση που οι εγγυήσεις αυτές καταπέσουν όλες, όπως έγινε με τα 481 εκατ. του ΟΣΕ και τα 49 εκατ. της ΕΑΣ στο πρώτο εξάμηνο, τότε το δημόσιο χρέος θα μπορούσε να εκτοξευθεί έως και τα 320 δισ. ευρώ. Και αυτά, χωρίς τις εγγυήσεις του Δημοσίου για τις τράπεζες, οι οποίες έχουν κατατεθεί στην Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα (ΕΚΤ), ώστε να καλύψουν μέρος της χρηματοδότησης που έχουν αντλήσει μέσω του ELA και η οποία πάντως εξυπηρετείται κανονικά. Και βέβαια, στα 296 δισ. δεν περιλαμβάνονται, ούτε τα κόστη εξυπηρέτησης αυτών των δανείων, τα επιτόκια δηλαδή που καταβάλλονται ετησίως, το μέσο σταθμικό ύψος των οποίων είναι της τάξης του 2%.

Το συνολικό ποσό μεταβάλλεται συνεχώς, ενίοτε και σε εβδομαδιαία βάση, καθώς η Αθήνα έχει μπροστά της αλλεπάλληλες αποπληρωμές δόσεων προηγούμενων δανείων, που εκτείνονται έως και το 2059, αλλά και εισπράξεις από το τρίτο πρόγραμμα στήριξης. Τέτοια εκταμίευση είναι αυτή της επικειμένης δόσης των 2 δισ. και τέτοιες πληρωμές είναι οι τρεις προς το ΔΝΤ τον Δεκέμβριο, που ξεπερνούν το 1,2 δισ. ευρώ. Να σημειωθεί πως, η Ελλάδα δεν έχει ακόμα εισπράξει από τον Ευρωπαϊκό Μηχανισμό Σταθερότητας (ESM) παρά μέρος μόνον του τρίτου πακέτου στήριξης της ελληνικής οικονομίας. Έχουν εκταμιευτεί 23 δισ., εκ των οποίων τα 10 προορίζονται για τις ανάγκες της ανακεφαλαιοποίησης των τραπεζών, παραμένουν σε ειδικό λογαριασμό στο Λουξεμβούργο και δεν έχουν μεταβιβαστεί στην Ελλάδα, ενώ άλλα 13 δισ. που εκταμιεύτηκαν χρησιμοποιήθηκαν για τις μεγάλες πληρωμές χρέους προς το Δ.Ν.Τ. και την Ε.Κ.Τ. των προηγούμενων μηνών.

Η επικείμενη καταβολή της δόσης των 2 δισ. ευρώ θα προέλθει ακριβώς από αυτά τα 63 δισ. ευρώ, εκ των συνολικά 86 δισ. που έχει εγκρίνει ο ESM, στο πλαίσιο του τρίτου προγράμματος. Όσον αφορά στους πιστωτές της χώρας, είναι καταρχήν οι κάτοχοι εντόκων γραμματίων Δημοσίου, το ύψος των οποίων ανέρχεται στα 15 δισ.. Αυτό το βραχυπρόθεσμο χρέος ανακυκλώνεται συνεχώς και κατέχεται κυρίως, αλλά όχι όλο, από τις ελληνικές τράπεζες. Στους αγοραστές εμφανίστηκαν νωρίτερα φέτος και ξένοι οργανισμοί, με πολύ μικρή πάντως συμμετοχή.

Η Ελλάδα χρωστάει επίσης 18 δισ. στο Διεθνές Νομισματικό Ταμείο. Οι δόσεις αποπληρωμής αυτού του χρέους ολοκληρώνονται το 2024, οπότε και εξοφλείται. Όμως, δεν έχει ξεκαθαρίσει ακόμα, εάν και σε ποιο βαθμό το Δ.Ν.Τ. θα συμμετάσχει στο νέο πακέτο των 86 δισεκατομμυρίων του τρίτου προγράμματος στήριξης, το οποίο για την ώρα έχει εγκριθεί ολόκληρο ως πιστωτική γραμμή του ESM. Το εάν τελικά το ΔΝΤ θα συμμετάσχει σε αυτό το πρόγραμμα είναι σαφές πως, θα κριθεί από τη συζήτηση, μεταξύ Αθήνας και Ευρωπαίων πιστωτών, για τη διευθέτηση της βιωσιμότητας του ελληνικού χρέους.

Άλλα 20 δισ. ευρώ χρωστά το ελληνικό Δημόσιο στην Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα. Πρόκειται για παλιά ομόλογα του ελληνικού Δημοσίου που διακρατώνται από την ΕΚΤ και τις κεντρικές τράπεζες κρατών-μελών της Ευρωζώνης, τα οποία εξαιρέθηκαν από το κούρεμα του 2012. Οι αμέσως επόμενες αποπληρωμές αυτών των οφειλών προς την ΕΚΤ που πρέπει να κάνει το Δημόσιο, μετά από αυτές που έγιναν με περιπετειώδη τρόπο το καλοκαίρι και χάρη στα 13 δισ. ευρώ που μπήκαν στο τρίτο πρόγραμμα, είναι προσδιορισμένες για τον Απρίλιο και τον Ιούλιο του 2016.

Σε ιδιώτες επενδυτές κατόχους των νέων ελληνικών ομολόγων, που προέκυψαν από το PSI του 2012, αλλά και τις δυο νέες ομολογιακές εκδόσεις του 2014, το Δημόσιο οφείλει συνολικά 36 δισ. ευρώ. Τα ομόλογα αυτά αρχίζουν να εξοφλούνται τον Φεβρουάριο του 2023. Βρίσκονται στα χέρια, τόσο θεσμικών επενδυτών, όσο και σε «hedge funds», αλλά και φυσικά πρόσωπα και ασφαλιστικά ταμεία.

Στον ESM η Ελλάδα χρωστά αυτή τη στιγμή, όπως προαναφέρθηκε, 23 δισ. που θα γίνουν 25, όταν εκταμιευθεί η δόση των 2 δισ. και προοπτικά θα τείνουν προς τα 86 δισ. ανάλογα με το ύψος των κεφαλαίων, που τελικά θα απαιτηθούν, έως το 2018, οπότε και λήγει το τρίτο πρόγραμμα. Να σημειωθεί όμως, πως από τα 23 δισ. και ειδικότερα τα 10 εξ αυτών, που προορίζονται για την ανακεφαλαιοποίηση των τραπεζών, ενδέχεται να μη χρειαστούν όλα με βάση την ισχύουσα διαπίστωση για τη μεγάλη συμμετοχή των ιδιωτών στις  ανακεφαλαιοποιήσεις.