Η έλλειψη ρευστότητας αποτελεί τον μεγαλύτερο «πονοκέφαλο» για τις ελληνικές επιχειρήσεις, με μία στις τρεις εταιρείες να θέτει ως προτεραιότητά της τη βελτίωση των ρευστών διαθεσίμων της.
Από την έντυπη έκδοση
Του Γιώργου Σακκά
[email protected]
Η έλλειψη ρευστότητας αποτελεί τον μεγαλύτερο «πονοκέφαλο» για τις ελληνικές επιχειρήσεις, με μία στις τρεις εταιρείες να θέτει ως προτεραιότητά της τη βελτίωση των ρευστών διαθεσίμων της.
Η συγκεκριμένη διαπίστωση προκύπτει από έρευνα της ICAP, με βάση την οποία οι ελληνικές επιχειρήσεις σε ποσοστό 31% έχουν θέσει ως προτεραιότητα την αύξηση της ρευστότητάς τους, ενώ το 30% αυτών θέτει ως προτεραιότητα την ενίσχυση των πωλήσεών τους, το 23% τη μείωση των επισφαλειών και το 11% τη μείωση κόστους.
Τα αποτελέσματα της έρευνας παρουσίασε στο 8ο Συνέδριο ΙCAP Credit Risk Management ο εκτελεστικός διευθυντής πωλήσεων και marketing της εταιρείας Σέρκο Κουγιουμτζιάν, ο οποίος σημείωσε:
«Η ΙCAP, η μοναδική ελληνική εταιρεία και μία από τις λίγες στην Ευρώπη που έχει αναγνωριστεί ως Credit Rating Agency από τη European Securities and Markets Authority, με την πρόσφατη πρωτοβουλία της να εκπονεί ετησίως εξειδικευμένη έρευνα για τον πιστωτικό κίνδυνο σε επαγγελματίες του χώρου αποδεικνύει έμπρακτα τη δέσμευσή της να βρίσκεται δίπλα στις επιχειρήσεις ως αρωγός αυτών, αλλά και ως έμπιστος συνεργάτης για την προστασία τους.
Αξιοσημείωτο μεταξύ των ευρημάτων της έρευνας για το 2014 είναι ότι οι ελληνικές επιχειρήσεις, προς διαφύλαξη της ρευστότητας τους, περιόρισαν τις πιστώσεις τους με σημαντικότερα κριτήρια τη φερεγγυότητα του πελάτη, τη μείωση του ύψους των επισφαλών απαιτήσεων και τη διάρκεια είσπραξης χρέους».
Πιο αναλυτικά, σύμφωνα με την έρευνα, η φερεγγυότητα του πελάτη αποτελεί το πρωταρχικό κριτήριο παροχής πίστωσης για το 96,3% των εταιρειών.
Σε δεύτερο επίπεδο τίθεται το ύψος των συναλλαγών και η πολυετής συνεργασία με τον πελάτη, με το 83,7% και το 83,5% των εταιρειών να θεωρούν αντίστοιχα σημαντικά τα δύο αυτά κριτήρια, ενώ ως 4ο σημαντικό κριτήριο θεωρούνται η φήμη και το κύρος του πελάτη, σύμφωνα με τις απαντήσεις του 73,5% των εταιρειών.
Ενα ακόμη σημαντικό στοιχείο που προκύπτει από την έρευνα είναι το ύψος των επισφαλών απαιτήσεων σε σχέση με τις πωλήσεις.
Προκύπτει, λοιπόν, ότι μία στις 10 εταιρείες δηλώνει ότι οι επισφαλείς απαιτήσεις ξεπερνούν το 5% των συνολικών πωλήσεων.
Αυτό δεν φαίνεται να ισχύει για τις πολύ μεγάλες εταιρείες, όπου μόλις το 4,8% έχει ποσοστό απαιτήσεων που φτάνει σ’ αυτό το επίπεδο.
Συνολικά, πάντως, πάνω από το 25% των εταιρειών έχει να αντιμετωπίσει επισφαλείς απαιτήσεις σε ποσοστό μεγαλύτερο του 2% του τζίρου τους, γεγονός το οποίο δεν είναι αμελητέο αν συνυπολογίσει κανείς τα ιδιαίτερα χαμηλά περιθώρια κέρδους.
Επίσης σχετικά με την παροχή πιστώσεων η έρευνα καταδεικνύει ότι οι εταιρείες σε ποσοστό 64,7% δεν δίνουν πίστωση άνω των 90 ημερών.
Να σημειώσουμε εδώ ότι οι πολύ μεγάλες εταιρείες στη συντριπτική τους πλειονότητα (95%)παρέχουν μέσο όρο πιστώσεων το πολύ 90 ημέρες.
Την ίδια στιγμή ο μέσος όρος είσπραξης απαιτήσεων για τις μισές περίπου εταιρείες (48,1%) ξεπερνά τις 90 ημέρες. Βέβαια, οι πολύ μεγάλες εταιρείες είναι πιο «τυχερές», καθώς σε ποσοστό 78,9% έχουν μέσο όρο είσπραξης απαιτήσεων μικρότερο των 90 ημερών.
Οι εταιρείες πάντως τα δύο τελευταία χρόνια περιορίζουν τις πιστώσεις τους, με το 76% να δηλώνει ότι έχει προχωρήσει σε τέτοιες ενέργειες και μόλις το 6% έχει αυξήσει τις πιστώσεις που δίνει.
Επίσης το 65,1% θεωρεί ότι ο μέσος όρος παρεχόμενων πιστώσεων σε ημέρες θα περιοριστεί περαιτέρω την επόμενη διετία.
Ακόμη, τα στοιχεία για τη συναλλακτική συμπεριφορά των πελατών θεωρούνται οι σημαντικότερες πληροφορίες για τη διαμόρφωση της πιστοληπτικής πολιτικής μιας εταιρείας, με το 47,4% να τις θεωρεί πάρα πολύ σημαντικές και το 41,6% πολύ σημαντικές.
Επίσης το 67% θεωρεί ως πολύ/πάρα πολύ σημαντική την αξιολόγηση (rating) του πελάτη.
Ενδιαφέρον παρουσιάζει το γεγονός ότι μόλις το 60% θεωρεί σημαντικά τα στοιχεία από τους ισολογισμούς και τους αριθμοδείκτες και επίσης το 57% θεωρεί σημαντικά τα δελτία επιχειρηματικής πληροφόρησης.
Οπως προκύπτει από τις απαντήσεις των επιχειρήσεων που συμμετείχαν στην έρευνα, για τις μισές από αυτές η είσπραξη των εκπρόθεσμων απαιτήσεων γίνεται από το τμήμα πωλήσεων, ενώ το περίπου 39% από ξεχωριστό τμήμα εισπράξεων.
Μόλις το 4,65% των εταιρειών έχει συνεργασία με κάποια εισπρακτική εταιρεία.
Επίσης μόλις μία στις 3 εταιρείες διαθέτει κάποιο σύστημα για τη βελτίωση της εισπραξιμότητας απαιτήσεων.