Σημαντική πρόοδο διαπιστώνει η πρώτη έκθεση για την κατάσταση της Ενεργειακής Ένωσης που δημοσιεύει η Κομισιόν, εννέα μήνες μετά από την έκδοση της σχετικής στρατηγικής – πλαισίου, τονίζει ωστόσο ότι πρέπει να γίνουν ακόμη πολλά, ενώ εκτιμά ότι το 2016 θα είναι μία σημαντική χρονιά μέσα στην οποία αναμένονται αποτελέσματα.
Σημαντική πρόοδο διαπιστώνει η πρώτη έκθεση για την κατάσταση της Ενεργειακής Ένωσης που δημοσιεύει η Κομισιόν, εννέα μήνες μετά από την έκδοση της σχετικής στρατηγικής – πλαισίου, τονίζει ωστόσο ότι πρέπει να γίνουν ακόμη πολλά, ενώ εκτιμά ότι το 2016 θα είναι μία σημαντική χρονιά μέσα στην οποία αναμένονται αποτελέσματα.
Σύμφωνα με την έκθεση, η στρατηγική - πλαίσιο για την Ενεργειακή Ένωση έδωσε νέα ώθηση στην μετάβαση σε μια ασφαλή, ανταγωνιστική και χαμηλών ανθρακούχων εκπομπών οικονομία. Η Επιτροπή ανέλαβε επίσης τη δέσμευση να υποβάλλει κάθε χρόνο έκθεση για την κατάσταση της Ενεργειακής Ένωσης, όπου θα εξετάζονται τα σημαντικότερα ζητήματα και θα δίνονται οι κατευθύνσεις σχετικά με την ακολουθητέα πολιτική. Η έκθεση για την Κατάσταση της Ενεργειακής Ένωσης προσδιορίζει τους κύριους τομείς δράσης για το 2016 και διατυπώνει συμπεράσματα για τη χάραξη πολιτικής σε εθνικό, περιφερειακό και ευρωπαϊκό επίπεδο. Αποτελεί κομβικό στοιχείο για την παρακολούθηση της εφαρμογής της βασικής αυτής προτεραιότητας της Επιτροπής Γιούνκερ.
H έκθεση περιλαμβάνει ενδιαφέροντα στοιχεία και για την Ελλάδα. Συγκεκριμένα:
Το ενεργειακό μίγμα της Ελλάδας εμφανίζει ορισμένες διαφορές σε σύγκριση με το μέσο όρο της Ε.Ε. των 28, δηλαδή μεγαλύτερη χρήση πετρελαίου, προϊόντων πετρελαίου και στερεών καυσίμων, μικρότερη χρήση αερίου και καθόλου πυρηνική ενέργεια. Σε σύγκριση με το 1995, το μερίδιο των προϊόντων πετρελαίου και των στερεών καυσίμων στην ακαθάριστη εσωτερική κατανάλωση ενέργειας μειώθηκε (κατά 11 και 5 ποσοστιαίες μονάδες, αντίστοιχα), ενώ το μερίδιο των αερίων και — σε μικρότερο βαθμό — της ενέργειας από ανανεώσιμες πηγές αυξήθηκε (κατά 13 και 4 ποσοστιαίες μονάδες, αντίστοιχα).
Η εξάρτηση από τις εισαγωγές στην Ελλάδα παραμένει πάνω από τον μέσο όρο της ΕΕ, ιδίως όταν πρόκειται για πετρέλαιο, προϊόντα πετρελαίου και φυσικό αέριο. Το 2013, η Ελλάδα εισήγαγε το 66 % των αναγκών της σε φυσικό αέριο από τη Ρωσία (85 % το 2005). Ο δείκτης συγκέντρωσης χώρας προμηθευτή είναι πάνω από τον μέσο όρο της ΕΕ, αλλά, σε γενικές γραμμές, το ενεργειακό εμπορικό έλλειμμα (μετρούμενο ως ποσοστό του ΑΕΠ) είναι ελαφρώς πάνω από τον μέσο όρο της ΕΕ.
Η δυναμικότητα διασύνδεσης ηλεκτρικής ενέργειας ήταν για την Ελλάδα 11 % το 2014. Με νέα έργα κοινού ενδιαφέροντος, μπορεί να επιτευχθεί επίπεδο 15 % για το 2030. 3 διασυνδέσεις ηλεκτρικής ενέργειας χαρακτηρίζονται ως Έργα Κοινού Ενδιαφέροντος (ΕΚΕ-PCI): πρόκειται για την διασύνδεση μεταξύ Βουλγαρίας και Ελλάδας και τα δύο τμήματα της υποθαλάσσιας διασύνδεσης μεταξύ του Ισραήλ, της Κύπρου και της Ελλάδας. Το ελληνικό δίκτυο κατέχει κεντρική θέση στη Νοτιοανατολική Ευρώπη με τις υφιστάμενες και τις μελλοντικές συνδέσεις προς την Ιταλία, τη Βουλγαρία, την Τουρκία και τα Δυτικά Βαλκάνια. Ως εκ τούτου, η Ελλάδα θα μπορούσε να διαδραματίσει ρόλο κόμβου ηλεκτρικής ενέργειας στην περιοχή.
Η Ελλάδα έχει τη δυνατότητα να αποτελέσει περιφερειακό κόμβο φυσικού αερίου δεδομένου ότι βρίσκεται στο σημείο εισόδου στην ΕΕ του νότιου διαδρόμου μεταφοράς φυσικού αερίου και έχει πρόσβαση σε ΥΦΑ (LNG – υγροποιημένο φυσικό αέριο), και προμήθειες φυσικού αερίου από τη Ρωσία. Επί του παρόντος έχουν προγραμματιστεί πολλά έργα φυσικού αερίου. Τα σημαντικότερα από αυτά είναι τα εξής: η γραμμή διασύνδεσης Ελλάδας-Βουλγαρίας, ο υπεραδριατικός αγωγός (TAP) και ένα νέο τερματικό ΥΦΑ στο βόρειο Αιγαίο (Αλεξανδρούπολη ή κόλπος της Καβάλας).
Η πολιτική συνοχής της Ε.Ε. παρέχει σημαντικές δυνατότητες επενδύσεων για την υλοποίηση των στόχων της ενεργειακής πολιτικής στην Ελλάδα, οι οποίες θα συμπληρωθούν με εθνική δημόσια και ιδιωτική συγχρηματοδότηση, με στόχο το βέλτιστο αποτέλεσμα μόχλευσης. Εξασφαλίζει επίσης ενοποιημένες εδαφικές λύσεις για προκλήσεις μέσω της στήριξης της ανάπτυξης ικανοτήτων, τεχνικής βοήθειας και εδαφικής συνεργασίας, συμπεριλαμβανομένης της μακροπεριφερειακής στρατηγικής στην περιοχή της Αδριατικής και του Ιονίου, στην οποία συμμετέχει η Ελλάδα.
Ο αντιπρόεδρος της Επιτροπής και αρμόδιος για την Ενεργειακή Ένωση, Μάρος Σέφτσοβιτς δήλωσε: «Μετά από εννέα μήνες εργασιών, μπορούμε σήμερα να υποστηρίξουμε με βεβαιότητα ότι βρισκόμαστε σε τροχιά υλοποίησης της Ενεργειακής Ένωσης. Τα μηνύματά μου για το 2016 είναι σαφή. Πρώτον, η Ε.Ε. πρέπει να εξακολουθήσει να ηγείται των προσπαθειών για μετάβαση σε μια οικονομία χαμηλών ανθρακούχων εκπομπών. Δεύτερον, η μετάβαση αυτή πρέπει να είναι κοινωνικά δίκαιη και επικεντρωμένη στον καταναλωτή. Και τρίτον, οι γεωπολιτικές προκλήσεις που αντιμετωπίσαμε φέτος δεν θα εκλείψουν»
Από την πλευρά του, ο Επίτροπος Δράσης για το Κλίμα και Ενέργειας, Μιγκέλ Αρίας Κανιέτε, ανέφερε ότι η Ενεργειακή Ένωση αρχίζει να παίρνει μορφή. «Σε αυτούς τους λίγους μήνες σημειώθηκε μεγάλη πρόοδος, τώρα όμως θα πρέπει να προχωρήσουμε στην ανάληψη όλων των απαιτούμενων δράσεων. Σ’ αυτό ακριβώς θα επικεντρωθούμε το 2016: να προτείνουμε τη νομοθεσία που θα βελτιώσει τη λειτουργία της αγοράς ηλεκτρικής ενέργειας, θα αυξήσει περαιτέρω το μερίδιο των ανανεώσιμων πηγών ενέργειας, θα μειώσει την κατανάλωση ενέργειας και θα εγγυηθεί την ασφάλεια του εφοδιασμού με φυσικό αέριο.»
Όσον αφορά την κλιματική αλλαγή, η έκθεση για την Κατάσταση της Ενεργειακής Ένωσης υπογραμμίζει τη συμβολή της Ευρώπης στις διαπραγματεύσεις που θα γίνουν στο Παρίσι..
Σύμφωνα με την Κομισιόν, εκτός της απεξάρτησης από τον άνθρακα (συμπεριλαμβανομένων των ανανεώσιμων πηγών ενέργειας) και της ενεργειακής ασφάλειας, η στρατηγική για την Ενεργειακή Ένωση εξακολουθεί να συμβάλλει στην ενεργειακή απόδοση, την εσωτερική αγορά ενέργειας, την έρευνα, την καινοτομία και την ανταγωνιστικότητα, δεδομένου ότι όλες αυτές οι προτεραιότητες είναι άρρηκτα συνδεδεμένες μεταξύ τους.
Η έκθεση για την Κατάσταση της Ενεργειακής Ένωσης παρουσιάζει επίσης τα βασικά στοιχεία ενός μηχανισμού υλοποίησης που θα οδηγεί σε πιο προβλέψιμες, διαφανείς και σταθερές πολιτικές, ώστε να επιτευχθούν οι στόχοι της Ενεργειακής Ένωσης.