Από τη συνολική αξιολόγηση των τεσσάρων σημαντικών ελληνικών τραπεζών προκύπτει συνολική υστέρηση κεφαλαίων ύψους 4,4 δισεκ. ευρώ στο πλαίσιο του βασικού σεναρίου και 14,4 δισεκ. ευρώ στο πλαίσιο του σεναρίου δυσμενών εξελίξεων, σύμφωνα με τα αποτέλεσματα των στρες τεστ που έδωσε σήμερα στη δημοσιότητα η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα.
Στο ποσό των 14,4 δισ. ευρώ διαμορφώνονται οι κεφαλαιακές ανάγκες των τεσσάρων συστημικών τραπεζών, όπως προκύπτει απότη διαγνωστική άσκηση της ΕΚΤ, εκ των οποίων τα 4,4 δισ. ευρώ από το βασικό σενάριο.
Οι κεφαλαιακές ελλείψεις περιλαμβάνουν προσαρμογές από το AQR και τον έλεγχο ποιότητας ενεργητικού ύψους 9,2 δισ. ευρώ.
Oι τράπεζες θα πρέπει να καλύψουν τουλάχιστον το ποσό που θα προβλέπει το βασικό σενάριο και για το υπόλοιπο μέρος θα συμβάλλει με κεφάλαια το Ταμείο Χρηματοπιστωτικής Σταθερότητας.
Αν μια τράπεζα καλύψει το βασικό σενάριο, τότε οι ευρωπαϊκές αρχές θα προχωρήσουν στην ενεργοποίηση της κατανομής των ζημιών στους ομολογιούχους (κύριας και μειωμένης εξασφάλισης), και η επίπτωση θα εξαρτηθεί από το ύψος της κρατικής βοήθειας σε σχέση με το συνολικό ποσό των αυξήσεων. Αν δεν καλύψει τις ανάγκες του βασικού σεναρίου, τότε θα τεθεί σε εκκαθάριση και θα ανακεφαλαιοποιηθεί από το κράτος.
Η αναλογία Coco’s – μετοχών με τις οποίες το ΤΧΣ θα καλύψει τη συμμετοχή του θα προσδιοριστεί με πράξη του υπουργικού συμβουλίου την Κυριακή, με επικρατέστερο σενάριο την αναλογία 70%-30%, η οποία θα ήταν ελκυστική για την προσέλκυση ιδιωτικών κεφαλαίων.
Από τις κεφαλαιακές ανάγκες που θα προκύψουν οι τράπεζες μπορούν να αφαιρέσουν τα κεφάλαια που θα συγκεντρωθούν από τις προτάσεις για την ανταλλαγή ομολόγων, όπως και από τη δημιουργία εσωτερικού κεφαλαίου και να απευθυνθούν στην αγορά για τα υπόλοιπα.
Αμέσως μετά την ανακοίνωση των αποτελεσμάτων του stress test, θα συνεδριάσουν τα Δ.Σ. των τραπεζών για να εγκρίνουν τα οικονομικά αποτελέσματα δεύτερου και τρίτου τριμήνου ενώ νωρίτερα θα εξηγήσουν με δικές τους ανακοινώσεις τα αποτελέσματα της άσκησης για τον Ομιλο τους.
Από τη Δευτέρα και ως τις 15 Νοεμβρίου θα μπορούν ανά πάσα στιγμή να προχωρήσουν στο άνοιγμα του βιβλίου προσφορών για τις αυξήσεις κεφαλαίου.
Όπως εξηγεί η ΕΚΤ, ο έλεγχος της ποιότητας των στοιχείων ενεργητικού είχε ως αποτέλεσμα συνολικές προσαρμογές ύψους 9,2 δισεκ. ευρώ όσον αφορά τη λογιστική αξία των στοιχείων ενεργητικού των συμμετεχουσών τραπεζών στις 30 Ιουνίου 2015. Επιπροσθέτως, το ύψος των μη εξυπηρετούμενων ανοιγμάτων (non-performing exposure – NPE) των τεσσάρων τραπεζών αυξήθηκε κατά 7 δισεκ. ευρώ, με τις σχετικές προβλέψεις να έχουν ήδη ληφθεί υπόψη στις ως άνω προσαρμογές που προέκυψαν από τον έλεγχο της ποιότητας των στοιχείων ενεργητικού.
Πέραν των άμεσων προσαρμογών της τρέχουσας λογιστικής αξίας, το αποτέλεσμα του ελέγχου της ποιότητας των στοιχείων ενεργητικού αντανακλάται επίσης στην προβολή για την κεφαλαιακή επάρκεια των τραπεζών σύμφωνα με τα υποθετικά σενάρια που χρησιμοποιήθηκαν στην άσκηση προσομοίωσης ακραίων καταστάσεων.
Συνολικά, από την άσκηση προσομοίωσης ακραίων καταστάσεων στις τέσσερις συμμετέχουσες τράπεζες προέκυψε υστέρηση κεφαλαίων ύψους 4,4 δισεκ. ευρώ σύμφωνα με το βασικό σενάριο και 14,4 δισεκ. ευρώ σύμφωνα με το σενάριο δυσμενών εξελίξεων, συμπεριλαμβανομένων των προσαρμογών που προέκυψαν από τον έλεγχο της ποιότητας των στοιχείων ενεργητικού, μετά από σύγκριση των δεικτών φερεγγυότητας βάσει της προβολής με τα ελάχιστα όρια που είχαν καθοριστεί για την άσκηση.
Οι τέσσερις τράπεζες έχουν διορία έως τις 6 Νοεμβρίου για να υποβάλουν στην Τραπεζική Εποπτεία της ΕΚΤ σχέδια κάλυψης των κεφαλαιακών αναγκών με τα οποία θα εξηγούν πώς προτίθενται να καλύψουν την υστέρηση κεφαλαίων. Κατόπιν αυτού θα ξεκινήσει μια διαδικασία ανακεφαλαιοποίησης στο πλαίσιο του προγράμματος οικονομικής προσαρμογής η οποία πρέπει να ολοκληρωθεί πριν από το τέλος του έτους.
Όπως επισημαίνει η ΕΚΤ, η κάλυψη των κεφαλαιακών αναγκών μέσω αυξήσεων κεφαλαίων θα έχει ως αποτέλεσμα τη δημιουργία κεφαλαιακών αποθεμάτων προληπτικής εποπτείας στις τέσσερις ελληνικές τράπεζες, τα οποία θα βελτιώσουν την ανθεκτικότητα των ισολογισμών τους και τη δυνατότητά τους να αντεπεξέρχονται σε ενδεχόμενες αρνητικές μακροοικονομικές διαταραχές.
Προκειμένου να διασφαλιστεί η συνέπεια, ο έλεγχος της ποιότητας των στοιχείων ενεργητικού το 2015 έγινε σύμφωνα με τη μεθοδολογία που εφαρμόστηκε στη συνολική αξιολόγηση το 2014 . Η Τραπεζική Εποπτεία της ΕΚΤ διενήργησε διεξοδική διασφάλιση ποιότητας των αποτελεσμάτων του εν λόγω ελέγχου τόσο σε τοπικό όσο και σε κεντρικό επίπεδο.Η Τραπεζική Εποπτεία της ΕΚΤ διενήργησε διεξοδική διασφάλιση ποιότητας των αποτελεσμάτων του εν λόγω ελέγχου τόσο σε τοπικό όσο και σε κεντρικό επίπεδο.
Στο πλαίσιο αυτής της άσκησης προέκυψαν σημαντικές προσαρμογές από τον έλεγχο της ποιότητας των στοιχείων ενεργητικού, παρά τις προσπάθειες που κατέβαλαν οι τράπεζες να καταγράψουν στους λογαριασμούς τους σημαντικό τμήμα των ευρημάτων του ελέγχου της ποιότητας των στοιχείων ενεργητικού που διενεργήθηκε το 2014. Αυτό οφείλεται πρωτίστως στην επιδείνωση του μακροοικονομικού περιβάλλοντος στην Ελλάδα, η οποία οδήγησε σε αύξηση του όγκου των μη εξυπηρετούμενων ανοιγμάτων καθώς και σε μείωση τόσο της αξίας των εξασφαλίσεων όσο και των αποτιμήσεων των ταμειακών ροών. Επιπροσθέτως, η τυποποίηση του ορισμού των βασικών δεικτών σε ολόκληρη την ΕΕ οδήγησε σε περαιτέρω μη εξυπηρετούμενα ανοίγματα και αναγνώριση της απομείωσης της αξίας στον έλεγχο της ποιότητας των στοιχείων ενεργητικού. Για παράδειγμα, η πλήρης εφαρμογή των εκτελεστικών τεχνικών προτύπων της Ευρωπαϊκής Αρχής Τραπεζών (ΕΑΤ) στα μη εξυπηρετούμενα ανοίγματα συνεπάγεται ότι τα ανοίγματα με ανοχή μπορούν να εντοπίζονται και να ελέγχονται καλύτερα για απομείωση της αξίας. Τέλος, το γεγονός ότι οι αντισταθμιστικές επιδράσεις της φορολογίας δεν ελήφθησαν υπόψη στον έλεγχο της ποιότητας των στοιχείων ενεργητικού οδήγησε σε αύξηση των προσαρμογών που προέκυψαν από τον εν λόγω έλεγχο το 2015 έναντι των αντίστοιχων προσαρμογών το 2014.
Η άσκηση προσομοίωσης ακραίων καταστάσεων διενεργήθηκε κεντρικά από την ΕΚΤ και βασίστηκε σε στοιχεία που παρασχέθηκαν από τις συμμετέχουσες τράπεζες, τα οποία υποβλήθηκαν σε διασφάλιση ποιότητας από κεντρική ομάδα. Η μεθοδολογία που εφαρμόστηκε βασίστηκε σε μεγάλο βαθμό στην άσκηση προσομοίωσης ακραίων καταστάσεων που διενεργήθηκε το 2014 από την ΕΑΤ και την ΕΚΤ. Περιελάμβανε ένα βασικό σενάριο και ένα σενάριο δυσμενών εξελίξεων, τα οποία εφαρμόστηκαν για την περίοδο από τις 30 Ιουνίου 2015 έως τις 31 Δεκεμβρίου 2017. Ο ελάχιστος δείκτης κεφαλαίου κοινών μετοχών της κατηγορίας 1 (CET1) που έπρεπε να διατηρούν οι ελληνικές τράπεζες ήταν 9,5% σύμφωνα με το βασικό σενάριο και 8% σύμφωνα με το σενάριο δυσμενών εξελίξεων.
Εάν μια τράπεζα εμφανίζει υστέρηση κεφαλαίων σε περισσότερα από ένα μέρη της άσκησης, το ανώτατο ποσό καθορίζει την τελική υστέρηση κεφαλαίων που πρέπει να καλυφθεί. Το βασικό σενάριο ορίστηκε ως μέρος του τρίτου προγράμματος οικονομικής προσαρμογής της Ελλάδας και το σενάριο δυσμενών εξελίξεων αναπτύχθηκε από την ΕΚΤ κατόπιν διαβούλευσης με την Ευρωπαϊκή Επιτροπή και το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο. Οι υποθέσεις σχετικά με τον ρυθμό αύξησης του Ακαθάριστου Εγχώριου Προϊόντος (ΑΕΠ) και για τα δύο σενάρια παρουσιάζονται στον παρακάτω πίνακα:
Υποθέσεις σχετικά με τον ρυθμό αύξησης του ΑΕΠ στο βασικό σενάριο και στο σενάριο δυσμενών εξελίξεων (ως ποσοστά %)
Βασικό σενάριο Σενάριο δυσμενών εξελίξεων
Έτος 2015 2016 2017 2015 2016 2017
Ρυθμός αύξησης ΑΕΠ -2,3% -1,3% +2,7% -3,3% -3,9% 0,3%