Η ΥΠΕΡΒΑΛΛΟΥΣΑ ζήτηση, η οποία υπάρχει από χρόνια στην Ελλάδα, σε συνδυασμό με τις διαφαινόμενες αλλαγές οι οποίες δρομολογούνται στο θεσμικό πλαίσιο το οποίο διέπει τη λειτουργία της ιδιωτικής τριτοβάθμιας εκπαίδευσης δημιουργούν ευνοϊκές συνθήκες για την περαιτέρω ανάπτυξη του τομέα, ιδιαίτερα για τους οργανισμούς οι οποίοι προσφέρουν μεταπτυχιακά προγράμματα και συνεργάζονται με ευρωπαϊκά εκπαιδευτικά ιδρύματα.
Από την άλλη όμως πλευρά, η επέκταση της δημόσιας τριτοβάθμιας εκπαίδευσης τα τελευταία χρόνια, οι αυξημένες δυνατότητες σπουδών στην αλλοδαπή, ιδίως στο Ηνωμένο Βασίλειο, και η πλειάδα των ελληνικών εκπαιδευτηρίων, τα οποία προσφέρουν παρόμοια προγράμματα, οξύνουν τον ανταγωνισμό, ο οποίος διεξάγεται τόσο μέσω τιμών, όσο και μέσω προγραμμάτων σπουδών, φήμης, τόπου εγκατάστασης, κ.λπ.
Υπό τις συνθήκες αυτές, οι εξελίξεις στον κλάδο παρουσιάζουν μεγάλο ενδιαφέρον. Μετά την ανάλυση της πρωτοβάθμιας και δευτεροβάθμιας ιδιωτικής εκπαίδευσης, η ICAP εκπόνησε νέα κλαδική μελέτη, η οποία εξετάζει την τριτοβάθμια ιδιωτική εκπαίδευση. Δεδομένου ότι η τριτοβάθμια εκπαίδευση παρέχεται κυρίως από το δημόσιο, η μελέτη εξετάζει τις εξελίξεις στον τομέα αυτό. Κατά την πενταετία 1997-2002 ο αριθμός των τμημάτων ΑΕΙ αυξήθηκε από 198 σε 237 και αυτός των ΤΕΙ από 195 σε 230. Ο φοιτητικός πληθυσμός μεγεθύνθηκε από περίπου 169.000 σε 303.000, με τη μεγαλύτερη αύξηση να καταγράφεται στα ΤΕΙ. Ο αριθμός των μεταπτυχιακών φοιτητών υπερδιπλασιάστηκε φτάνοντας σε περίπου 26.000.
Στην άλλη όχθη βρίσκονται τα ιδιωτικά ιδρύματα παροχής εκπαιδευτικών υπηρεσιών, τα οποία λειτουργούν κυρίως υπό τη μορφή εργαστηρίου ελευθέρων σπουδών (ΕΕΣ). Η ομάδα αυτή όμως, που αποτελείται από περίπου 45 ιδρύματα, δεν είναι απολύτως ομοιογενής: περιλαμβάνει ΕΕΣ που συνεργάζονται με πανεπιστήμια του εξωτερικού, κυρίως βρετανικά, παραρτήματα ξένων πανεπιστημίων, καθώς και ανεξάρτητα εκπαιδευτήρια μη κερδοσκοπικού χαρακτήρα. Βρίσκονται εγκατεστημένα κυρίως στην Αθήνα και προσφέρουν σπουδές σε γνωστικά αντικείμενα άμεσα συνδεδεμένα με την αγορά εργασίας.
Παρά τις δυσκολίες τις οποίες αντιμετωπίζουν με το θεσμικό πλαίσιο εντός του οποίου λειτουργούν-συνταγματική απαγόρευση ίδρυσης ιδιωτικών πανεπιστημίων, προσκόμματα στην εφαρμογή των κοινοτικών οδηγιών για τα επαγγελματικά δικαιώματα των αποφοίτων-η πορεία των ιδιωτικών εκπαιδευτηρίων ήταν ανοδική τα τελευταία χρόνια.
Οι συνολικές πωλήσεις των κυριοτέρων επιχειρήσεων ιδιωτικής εκπαίδευσης, οι οποίες δημοσιοποιούν τα οικονομικά τους αποτελέσματα, ακολούθησαν ανοδική πορεία την περίοδο 1999-2003, με μέσο ετήσιο ρυθμό αύξησης 7%. Πρέπει ωστόσο να σημειωθεί ότι η εκτίμηση για τις συνολικές πωλήσεις υποεκτιμά το πραγματικό μέγεθος λόγω της μη δημοσιοποίησης των οικονομικών αποτελεσμάτων πολλών επιχειρήσεων νομικών μορφών ΟΕ, ΕΕ, κ.λπ., και των διαφόρων μη κερδοσκοπικών ιδρυμάτων τα οποία λειτουργούν ως σωματεία, αστικές μη κερδοσκοπικές εταιρείες, κ.λπ.
Από τα στοιχεία της έρευνας οικογενειακών προϋπολογισμών (ΕΟΠ) προκύπτει μία εκτίμηση για τις ιδιωτικές δαπάνες για τριτοβάθμια εκπαίδευση. Η δαπάνη η οποία προκύπτει για το 2004 είναι 174,3 εκατ. ευρώ. Η εκτίμηση αυτή βασίζεται στα πλέον πρόσφατα διαθέσιμα στοιχεία της ΕΟΠ 1998-1999 τα οποία έχουν αναχθεί σε τρέχουσες τιμές βάσει του δείκτη τιμών καταναλωτή για την εκπαίδευση. Οι σχετικές όμως έρευνες συχνά υποεκτιμούν τη δαπάνη και είναι επίσης πιθανό τα νοικοκυριά να δαπανούν σήμερα μεγαλύτερο μέρος του εισοδήματός τους σε εκπαιδευτικές υπηρεσίες από ό,τι το 1998. Ως εκ τούτου η εκτίμηση αυτή θα πρέπει να θεωρηθεί ως κατώτατο όριο της ετήσιας δαπάνης για τριτοβάθμιες εκπαιδευτικές υπηρεσίες.
Οι προβλέψεις για τη μελλοντική πορεία του κλάδου σχετίζονται άμεσα με τις εξελίξεις στο χώρο της δημόσιας τριτοβάθμιας εκπαίδευσης και στις αλλαγές στο θεσμικό πλαίσιο, με τις οποίες θα αναγνωρίζονται τουλάχιστον τα επαγγελματικά δικαιώματα των αποφοίτων. Κίνδυνοι για την ιδιωτική εκπαιδευτική δραστηριότητα δημιουργούνται από τη βελτίωση και περαιτέρω ανάπτυξη των δημοσίων πανεπιστημίων. Επίσης, οι δημογραφικές εξελίξεις θα επηρεάσουν την πλευρά της ζήτησης. Από την άλλη πλευρά, η αναμενόμενη ευνοϊκή μεταβολή του θεσμικού πλαισίου δημιουργεί αναμφίβολα σημαντικές ευκαιρίες. Είναι όμως πιθανό η μεταβολή αυτή να μην ωφελήσει όλες τις υπάρχουσες επιχειρήσεις. Πιθανόν να οξύνει τον ανταγωνισμό, ιδίως εάν εγκατασταθούν στην Ελλάδα αλλοδαπά πανεπιστημιακά ιδρύματα ή δημιουργηθούν ισχυροί μη κερδοσκοπικοί οργανισμοί παροχής τέτοιων υπηρεσιών.