Οικονομία & Αγορές
Τρίτη, 20 Οκτωβρίου 2015 18:57

Ελεύθερο... πατρόν στην οικονομία ζητεί η αγορά μόδας

«Κρυμμένη» πίσω από την αυλαία της πασαρέλας πριν από το show μοιάζει η ανταγωνιστικότητα της ελληνικής μόδας, ειδικά αυτή την περίοδο, καθώς η τρέχουσα οικονομική κατάσταση ήρθε να επιδεινώσει ένα περιβάλλον με περιορισμένες ευκαιρίες καλλιτεχνικής παιδείας, προκατάληψη, αλλά και τάσεις τύπου fast fashion που πλήττουν την αγορά επί σειρά ετών, με τους σχεδιαστές να μιλούν στη «N» για επιβεβλημένη κινητοποίηση της πολιτείας προκειμένου η ελληνική βιομηχανία μόδας να απελευθερώσει τη δυναμική της και να λάμψει εντός και εκτός συνόρων...

Από την έντυπη έκδοση

Της Σοφίας Εμμανουήλ
[email protected]

«Κρυμμένη» πίσω από την αυλαία της πασαρέλας πριν από το show μοιάζει η ανταγωνιστικότητα της ελληνικής μόδας, ειδικά αυτή την περίοδο, καθώς η τρέχουσα οικονομική κατάσταση ήρθε να επιδεινώσει ένα περιβάλλον με περιορισμένες ευκαιρίες καλλιτεχνικής παιδείας, προκατάληψη, αλλά και τάσεις τύπου fast fashion που πλήττουν την αγορά επί σειρά ετών, με τους σχεδιαστές να μιλούν στη «N» για επιβεβλημένη κινητοποίηση της πολιτείας προκειμένου η ελληνική βιομηχανία μόδας να απελευθερώσει τη δυναμική της και να λάμψει εντός και εκτός συνόρων...

Καλούν τους ιθύνοντες να άρουν τα εμπόδια, από τη γραφειοκρατία μέχρι τα capital controls, προκειμένου ο κλάδος να επανέλθει στην ομαλότητα, να αξιοποιηθούν συνέργειες μεταξύ επιχειρήσεων της τοπικής αγοράς, αλλά και να υλοποιηθούν εξωστρεφείς στρατηγικές από μεγάλη μερίδα επιχειρηματιών.

Σημειώνεται ότι η βιομηχανία της μόδας στην Ελλάδα, όπως και στην Ευρώπη, διέπεται από τα ίδια προβλήματα με αυτά στον κλάδο της κλωστοϋφαντουργίας-ένδυσης, μια ιδιαίτερα ετερογενή βιομηχανία, η οποία καλύπτει ένα σημαντικό αριθμό δραστηριοτήτων και η οποία παραμένει ένας ισχυρός κλάδος της μεταποίησης.

Μάλιστα, η Ε.Ε. έχει κηρύξει το 2015 Ευρωπαϊκό Ετος για την ανάπτυξη του κλάδου, εστιάζοντας στο «Made in Europe», ως μια ετικέτα με πλούσια κληρονομιά, ποιότητα και ηχηρά ονόματα σε όλο το φάσμα της βιομηχανίας.

Ειδικότερα στην Ελλάδα η πορεία του κλάδου ένδυσης - κλωστοϋφαντουργίας το α’ εξάμηνο του 2015 επηρεάστηκε αρνητικά από τις πολιτικές εξελίξεις και ο κύκλος εργασιών των επιχειρήσεων ένδυσης επιβραδύνθηκε κατά 6% και των επιχειρήσεων κλωστοϋφαντουργίας κατά 5,1% (στοιχεία Συνδέσμου Επιχειρήσεων Πλεκτικής - Ετοίμου Ενδύματος Ελλάδος - ΣΕΠΕΕ), ενώ αναμένεται περαιτέρω πτώση στο β’ εξάμηνο του 2015.

Δύσκολες είναι οι συνθήκες και για την εξέλιξη των εξαγωγών (εμφάνισαν οριακή αύξηση 3,6% στο α’ τετράμηνο του 2015 - στα 431 εκατ. ευρώ), ενώ αβεβαιότητα επικρατεί και σε ευρωπαϊκό επίπεδο μετά τις εξελίξεις στην οικονομία της Κίνας. Ας σημειωθεί ότι τόσο στην Ελλάδα όσο και ευρύτερα στην Ευρώπη οι εισαγωγές στον κλάδο της μόδας αυξάνονται.

Η Ευρώπη σήμερα εισάγει το ήμισυ περίπου της συνολικής παραγωγής ειδών ένδυσης στον κόσμο και η Κίνα υπολογίζεται ότι κατασκευάζει το 65% των κλωστοϋφαντουργικών προϊόντων στον κόσμο.

Οι ευρωπαϊκές εταιρείες του κλάδου, κυρίως μμε με λιγότερους από 50 εργαζόμενους, προσβλέπουν σε αποδόσεις μέσω της διασύνδεσής τους με αλυσίδες αξίας, όπου όμως το μειονέκτημα είναι ότι ο καταναλωτής έχει μια ασαφή εικόνα για τον παραγωγό ή τις συνθήκες που εργάζεται, καθώς μπορεί να είναι σε ένα εργοστάσιο στην άκρη του κόσμου, από την Κίνα και την Τουρκία μέχρι την Ινδία, την Καμπότζη ή το Μπαγκλαντές.

Σε σχεδιαστικό επίπεδο, λοιπόν, η ανάγκη της αγοράς είναι προϊόντα ξεχωριστά σε προσιτές τιμές κι αυτό είναι στρατηγική επιλογή για τους Ελληνες σχεδιαστές, καθώς κομμάτια μαζικής κατανάλωσης είναι πιο εύκολο να σταθούν στις διεθνείς αγορές, άρα διευκολύνουν την εμπορική ανάπτυξη των brands. Η έννοια του ατελιέ και των tailor made δημιουργιών με τις νέες συνθήκες της αγοράς είναι δύσκολο να διατηρηθεί.

Ειδικά σε ό,τι αφορά την ελληνική haute couture, έχει μικρό ποσοστό στη συνολική πίτα της αγοράς ένδυσης, σχεδόν μονοψήφιο σε ένα φάσμα πωλήσεων που κινείται κάτω από τα 5 δισ. ευρώ ετησίως, συμπεριλαμβανομένων των αγορών υποδημάτων, αξεσουάρ κ.ά.

Παράγει ωστόσο πολλαπλάσια αξία ως προς την ποιότητα και τη φήμη των ελληνικών προϊόντων στο εξωτερικό. Πρεσβευτές της ονόματα όπως Σήλια Κριθαριώτη, Βασίλης Ζούλιας και πολλοί άλλοι.

Πάντως, είτε πρόκειται για «διεθνείς» Ελληνες σχεδιαστές, που είναι γνωστοί στη διεθνή haute couture σκηνή, διατηρούν συνεργασίες με διασημότητες και διαθέτουν παρουσία σε σπουδαίες boutique του κόσμου, είτε πρόκειται για νεοεισερχόμενους δημιουργούς που διεκδικούν μια θέση στα ελληνικά fashion shows για να δείξουν τις κολεξιόν τους, η δυσφορία για τα προβλήματα στο εγχώριο περιβάλλον είναι ίδια.

Αισιοδοξία για το μέλλον παρά τα εμπόδια από τη νέα γενιά σχεδιαστών

Ο Δημήτρης Ορδουλίδης (Dimitrios Ordoulidis, δημιουργία του δεξιά), που εκπροσωπεί τη νέα γενιά σχεδιαστών και έκανε την πρακτική του στο ατελιέ του Γιώργου Ελευθεριάδη, απαντώντας σε ερώτημα της «N» για το αν μπορεί ένας ταλαντούχος σχεδιαστής να αναδειχθεί στην ελληνική αγορά εν μέσω κρίσης μάς είπε ευθέως: «Σαφώς και μπορεί.

Θεωρητικά είναι πιο δύσκολο σήμερα απ’ ό,τι στο παρελθόν. Λόγω της οικονομικής κρίσης και της κατάστασης που έχει δημιουργηθεί στην Ελλάδα.

Ωστόσο, ένα καλό της οικονομικής κρίσης για τους Ελληνες σχεδιαστές είναι ότι επιτέλους ο Ελληνας καταναλωτής στράφηκε στην ελληνική αγορά, άρα ταυτόχρονα στους Ελληνες σχεδιαστές. Εγινε μια “νέα” πρώτη γνωριμία».

Την ίδια αισιοδοξία συμμερίζονται κι άλλοι νέοι ταλαντούχοι σχεδιαστές όπως η Ελένη Κυριάκου, η Λουκία Κυριάκου, ο Ilias Wia με το brand Leon, ο οποίος μάλιστα επισημαίνει στη «N» ότι κάθε χρόνο ταλαντούχοι σχεδιαστές αναδεικνύονται από σχολές μόδας, διοργανώσεις όπως η AXDW που έχει υιοθετήσει τον θεσμό των New Designers Awards, αλλά και ευρύτερα από ήδη επιτυχημένους σχεδιαστές που δίνουν πραγματικές ευκαιρίες σε νέα ταλέντα.

Παρ’ όλα αυτά υπάρχουν εμπόδια, με βασικότερο την ύφεση και τη συρρίκνωση της αγοράς, που έχει αντίκτυπο στο δημιουργικό κομμάτι της δουλειάς του κάθε σχεδιαστή. Οπως εξηγεί ο κ. Ορδουλίδης, ο σχεδιαστής αναγκάζεται να «βγάλει» κάτι από δημιουργικότητα στο προϊόν του ώστε αυτό να έχει περισσότερες πιθανότητες να προωθηθεί στην αγορά.

Σημειώνει επίσης ότι οι παραγωγές των σχεδιαστών έχουν μειωθεί αρκετά και ίσως να μειωθούν ακόμα περισσότερο, παρά την προσπάθεια που γίνεται «να σωθεί η αγορά», καθώς η κρίση έχει κάνει δύσπιστο τον επενδυτή, Ελληνα ή ξένο. «Επειδή κάνουμε μόδα όμως και πρέπει να διατηρούμε την αισιοδοξία μας, υπάρχουν κάποια θετικά σημάδια πλέον και ευελπιστούμε σ’ ένα καλύτερο μέλλον σύντομα» καταλήγει.

Πολλοί νέοι σχεδιαστές αναζητούν ευκαιρίες καριέρας στο εξωτερικό, σε πόλεις όπως το Λονδίνο και σε μεγαλουπόλεις - παραδοσιακά μεγάλες δυνάμεις της μόδας όπως το Παρίσι, το Μιλάνο, η Νέα Υόρκη, η Αμβέρσα που μονοπωλούν το ενδιαφέρον στο χώρο της μόδας παγκοσμίως.

Ο κ. Ορδουλίδης συμφωνεί ότι οι χώρες με οικονομική ευμάρεια έχουν και μεγαλύτερο ανταγωνισμό στον χώρο της μόδας, ωστόσο παρατηρεί ότι και στην Ελλάδα πλέον γίνεται μια αξιόλογη προσπάθεια για να ανέβει ο πήχης…

Ο Ilias Wia (LEON) αναφερόμενος στα εμπόδια αυτής της δουλειάς σημειώνει τα εξής: η οικονομική κατάσταση, η μη ανεπτυγμένη καλλιτεχνική παιδεία από νεαρή ηλικία, τα ταμπού στη χώρα σε τέτοιου τύπου επαγγέλματα, αλλά και το πλήρως εμπορευματοποιημένο ρούχο, που λόγω τιμής αλλά και εύκολης λύσης προτιμάται από όλους.

Ο ίδιος πιστεύει ότι ένας σχεδιαστής κάνοντας πιο μαζική παραγωγή «απλοποιείται», καταφεύγει σε φθηνότερα υλικά κι έτσι χάνεται η έννοια του ρούχου του σχεδιαστή.

«Ειδικά αυτή την περίοδο, όμως, η μεγάλη παραγωγή είναι δύσκολη… με αποτέλεσμα το ευρύ κοινό να δυσκολεύεται να αντεπεξέλθει».

Οσο γα τον ανταγωνισμό, η άποψή του είναι ότι μπορεί να είναι έντονος σε μεγάλες μητροπόλεις της μόδας, αλλά ταυτόχρονα εκεί είναι περισσότερες και οι ευκαιρίες. «Το καλό όμως που έχει και η Ελλάδα είναι ότι δίνοντας μια ευκαιρία σε κάποιον που δεν την αξίζει μπορείς να την πάρεις γρήγορα πίσω» προσθέτει.

Η Λουκία Κυριάκου (Loukia Kyriakou) θεωρεί ότι ο ανταγωνισμός είναι μεγαλύτερος στο Λονδίνο γιατί είναι πιο μεγάλος ο πληθυσμός άρα συνεπώς πιο πολλοί σχεδιαστές, εκ των οποίων μάλιστα το 70% τουλάχιστον είναι πολύ ταλαντούχοι... Τονίζει στη «N» ότι οι συνθήκες που επικρατούν αυτή την εποχή στην Ελλάδα δεν επιτρέπουν στον κόσμο να αγοράζει ακριβά κομμάτια.

Ετσι είναι πολύ πιο δύσκολο να κρατηθεί η ποιότητα γιατί ο σχεδιαστής μπαίνει στη διαδικασία να βρει υλικά πιο οικονομικά...

Εξηγεί επίσης ότι παραγωγή δεν είναι εύκολο να γίνει πια σε μεγάλες ποσότητες γιατί είναι πολύ δύσκολο οι μπουτίκ και τα μαγαζιά να προπληρώνουν. «Δεν μπορεί να εγγυηθεί κανείς ότι θα πάνε καλά οι συλλογές και ότι θα μπορέσουν και μετά να ανταποκριθούν στις υποχρεώσεις τους» προσθέτει.

Η Ελένη Κυριάκου αναφερόμενη στα εμπόδια που συναντά στη δουλειά της αναφέρει ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα: «Κατά τη διάρκεια της τελευταίας μου κολεξιόν, για την οποία άντλησα έμπνευση από τα αρχαιολογικά ευρήματα της Αμφίπολης, αντιμετώπισα πολιτική αντιπαράθεση… για να είμαι ειλικρινής, δεν με πειράζει η διαμάχη. Την καλωσορίζω, γιατί σημαίνει πως φέρνω κάτι στην επιφάνεια το οποίο πρέπει να αντιμετωπιστεί».

Οσο για τα κόστη στον κλάδο, αναφέρει ότι η παραγωγή μπορεί να αναπτυχθεί πλέον στην εγχώρια αγορά μιας κι έχουν συρρικνωθεί οι μισθοί και άλλα κόστη, αλλά τονίζει ότι ο τομέας του λιανεμπορίου δεν δείχνει βελτίωση…

Παρ’ όλα αυτά είναι πιο εύκολο να κάνει καριέρα στην Ελλάδα ένας νέος σχεδιαστής συγκριτικά με το εξωτερικό, όπου ο ανταγωνισμός είναι πιο έντονος.

Η κ. Κυριάκου σημειώνει μεταξύ άλλων: «Εχω υιοθετήσει μια καλλιτεχνική προσέγγιση στη μόδα και, για να είμαι ειλικρινής, δεν γνωρίζω κανένα άλλο σχεδιαστή εδώ ο οποίος δουλεύει έτσι. Αντιθέτως, στο Λονδίνο, τη Νέα Υόρκη, τη Βόρεια Ευρώπη κ.α. υπάρχει μια πληθώρα σχεδιαστών οι οποίοι δουλεύουν με έναν παρόμοιο τρόπο - σχεδιαστές που θεωρώ αληθινούς καλλιτέχνες».

Στα πλοκάμια της γραφειοκρατίας

Εν πολλοίς ακόμη και τα προβλήματα προσομοιάζουν. Χαρακτηριστικά, ο Βασίλης Ζούλιας αναφέρει στη «N»: «Δυστυχώς, όπως οι περισσότεροι άνθρωποι που επιχειρούν στην Ελλάδα, έτσι κι εμείς βρισκόμαστε να παλεύουμε με τα πλοκάμια της γραφειοκρατίας, ενός δυσκίνητου και ανάλγητου κράτους, ενός δυσλειτουργικού δημοσίου τομέα.

Και φυσικά ερχόμαστε αντιμέτωποι με τη μόνιμη άρνηση της ελληνικής κυβέρνησης να ασχοληθεί με την ελληνική μόδα, αγνοώντας επιδεικτικά το πόσο ωφελημένα έχουν βγει όσα κράτη έχουν ακολουθήσει τον ακριβώς αντίθετο δρόμο». O ίδιος παράγει σταθερά και από επιλογή στην Ελλάδα.

«Θέλουμε το χρήμα να μένει εδώ, στη χώρα μας, να αλλάζει σε ελληνικά χέρια. Μόνο έτσι κάποια στιγμή επιστρέφει και στην τσέπη του καταναλωτή και στην τσέπη του επιχειρηματία» εξηγεί σχολιάζοντας ότι τα κόστη έχουν μειωθεί από την κρίση και μετά, αν και η Κίνα παραμένει πιο ανταγωνιστική στα κόστη παραγωγής και αναπόφευκτα οι Ελληνες σχεδιαστές παράγουν πιο ακριβά στην Ελλάδα, ως μια ευρωπαϊκή χώρα.

Για τον ανταγωνισμό μας λέει ότι τον παρακολουθεί χωρίς ποτέ να τον αφήνει να τον επηρεάζει, ακολουθώντας «επιθετικά δημιουργική» στρατηγική.

Ακροβατούμε στο κενό

Στο ίδιο μοτίβο η Λουκία, ιδιοκτήτρια της ιστορικής boutique Atelier Loukia στο Κολωνάκι, έχει ντύσει διάσημες Ελληνίδες από την Κάτια Δανδουλάκη -από τις πιο πιστές πελάτισσές της- μέχρι τη Νατάσσα Μποφίλιου και την Τζένη Μπαλατσινού, που φορά δημιουργία του Atelier Loukia στο τηλεοπτικό σποτ για την τελευταία της τηλεοπτική δουλειά στο Mega Jenny Jenny.

Η Λουκία παράγει μόνο στην Ελλάδα και όπως λέει, «μόνο χειρωνακτικής προσέγγισης πράγματα. Χίμαιρες θα μου πείτε κυνηγάω, αλλά αυτό είμαι».

Μιλώντας στη «N» για τις δυσκολίες που αντιμετωπίζει σήμερα ένα εδραιωμένο brand μόδας, σημειώνει χαρακτηριστικά: «Δεν υπάρχει κάτι εδραιωμένο πια στην Ελλάδα.

Σ’ αυτή την οικονομική καταστροφή, όλοι ακροβατούμε στο κενό προσπαθώντας για την ισορροπία του αδυνάτου. Ετσι κι αλλιώς η κρίση βρήκε τη μόδα αδύναμη, ειδικά την υψηλή ραπτική, δίχως καμία κρατική προστασία κι έτσι κατέληξε “αυτοκτονική”...

Μας στέλνουν ξανά σ’ ένα ιδιότυπο οικονομικό σχολείο που προσωπικά δηλώνω μαθήτρια ανεπίδεκτη».

Μεθοδική ανάπτυξη στο εξωτερικό

Ο Τάσος Μητρόπουλος (Tassos Mitropoulos) αναφέρει στη «N» ότι ένα αναγνωρισμένο και εδραιωμένο brand μόδας στην Ελλάδα δεν αντιμετωπίζει πρόβλημα τόσο στο κομμάτι των πωλήσεων και της αισθητικής καθότι έχει ήδη το κοινό του που τον ακολουθεί και τον εμπιστεύεται καθημερινά.

Ωστόσο, υπογραμμίζει ότι δεν υπάρχει κρατική στήριξη στη βιομηχανία μόδας, για χρόνια, ενώ διαπιστώνεται έλλειψη υλικών για τον σχεδιασμό και τη δημιουργία, με αποτέλεσμα ο κλάδος να στρέφεται στις εισαγωγές. 

Ο κ. Μητρόπουλος αναδεικνύει και το πρόβλημα της γήρανσης του εξειδικευμένου τεχνικού προσωπικού και της έλλειψης πρακτικής εκπαίδευσης νέων στελεχών.

Η εταιρεία του παράγει αποκλειστικά στην Ελλάδα αμιγώς ελληνικά ρούχα. «Μετά την κρίση το εργατικό κόστος αναγκαστικά μειώθηκε, όμως η αλλαγή ισοτιμίας δολαρίου - ευρώ αύξησε το κόστος παραγωγής.

Παρ’ όλα αυτά είμαστε ανταγωνιστικοί λόγω του ιδιαίτερου σχεδιασμού και της καλής ποιότητας» σημειώνει και προσθέτει ότι για τους παραπάνω λόγους τα ρούχα της Tassos Mitropoulos έχουν κερδίσει μεγάλο μερίδιο στην ελληνική αγορά, ενώ με τη μεθοδική ανάπτυξη στο εξωτερικό η εταιρεία μπορεί να ελπίζει σε ένα καλύτερο μέλλον.

Εξωστρέφεια, συνεργασίες, επιμονή σε ελληνικά brands

Οπως αναφέρει στη «N» η Τόνια Φουσέκη επικεφαλής της Athens Xclusive Designers Week (AXDW) -διοργάνωση που υποστηρίζει την εξωστρέφεια της ελληνικής μόδας μέσα από ένα δίκτυο συνεργασιών με εκθέσεις μόδας και διεθνείς εβδομάδες μόδας- η οικονομική συγκυρία έχει επηρεάσει την αγορά, αν και γίνονται προσπάθειες να αντισταθμιστούν οι επιπτώσεις της κρίσης τόσο από δημιουργούς με διάθεση εξωστρέφειας όσο και από λιανέμπορους που πλέον αναζητούν ελληνικά brands για τα καταστήματά τους ενισχύοντας την αγορά και απαντώντας στη ζήτηση που υπάρχει από το καταναλωτικό κοινό.

Δεδομένης της κρίσης στην ελληνική αγορά, η εξωστρέφεια αποτελεί σωτηρία για τη βιομηχανία της μόδας στη χώρα μας, τόσο σε επίπεδο προμηθειών όσο και σε επίπεδο εξαγωγών.

Ωστόσο, είναι απαραίτητη η ομαλή λειτουργία όλης της εγχώριας εφοδιαστικής αλυσίδας, ώστε να μπορεί να ανταποκρίνεται ο σχεδιαστής στις απαιτήσεις των διεθνών συνεργατών του.

Μέσω της Athens Xclusive Designers Week γίνεται προσπάθεια εκπρόσωποι διεθνών μμε και αγοραστών από τις βιομηχανίες της μόδας παγκοσμίως να έρθουν σε επαφή με Ελληνες δημιουργούς με στόχο τη σύναψη συνεργασιών που θα προωθήσουν και θα ενισχύουν την ελληνική δημιουργικότητα στο εξωτερικό.

Με ένα πλάνο επικοινωνίας που καλύπτει και διεθνή μμε, πέρα από τα εθνικά, και συνεργασίες με διεθνείς και εθνικούς φορείς που ενισχύουν την εξωστρέφεια, όπως ο ΕΟΤ, το Enterpise Greece, o ΣΕΒΕ, ο ΠΣΕ κ.ά. και με άλλες διεθνείς εβδομάδες μόδας, εξασφαλίζει το απαραίτητο networking για την εξωστρέφεια της ελληνικής μόδας.

Κινέζοι επενδυτές

Στη φετινή διοργάνωση της 18ης AXDW, που θα λάβει χώρα στις 23-26 Οκτωβρίου στο Μέγαρο της Εθνικής Ασφαλιστικής -που θα φιλοξενήσει 41 σχεδιαστές και brands μόδας από την Ελλάδα και το εξωτερικό- θα δώσει το «παρών» επιτελείο του Danube Fashion Office (DFO).

Πρόκειται για το μεγαλύτερο Fashion Room στην Κίνα και τη Νοτιοανατολική Ασία ευρύτερα, με γραφεία σε Xoνγκ Κονγκ και Σαγκάη, το οποίο εκπροσωπεί περισσότερους από 60 κορυφαίους σχεδιαστές και fashion brands σε όλο τον κόσμο.

Διατηρώντας σταθερή συνεργασία με τους 500 πιο σημαντικούς buyers στην Ασία, το DFO έχει στόχο τη σύναψη συνεργασιών μεταξύ σχεδιαστών ή fashion brands και buyers, αποτελώντας με αυτό τον τρόπο μια αποτελεσματική πλατφόρμα συνεργασιών των διεθνών fashion labels στην Ασία.

Η κα Φουσέκη εξηγεί ότι η έλευση του DFO στην Ελλάδα είναι αποτέλεσμα μακρόχρονης προσπάθειας κι έρχεται σε μια ιδιαίτερα δυσμενή χρονική περίοδο για τη χώρα μας, καλλιεργώντας προσδοκίες για την ενίσχυση του εξαγωγικού δικτύου των Ελλήνων σχεδιαστών, αφού η πρόθεση του DFO είναι να διερευνήσει πιθανές συνεργασίες, εκφράζοντας ως συγκεκριμένες κατηγορίες ενδιαφέροντος τα γυναικεία και ανδρικά ρούχα, καθώς και τα αξεσουάρ μόδας (κοσμήματα, τσάντες, υποδήματα, γυαλιά ηλίου).

Κατά την άποψη της κα Φουσέκη, η κινεζική αγορά αποτελεί ευκαιρία και όχι ρίσκο, καθώς παρά την επιβράδυνση της οικονομίας η αγορά της Ασίας είναι ανοικτή στη δημιουργικότητα και το ταλέντο των Ελλήνων σχεδιαστών, ενώ παράλληλα είναι πολύ ευρεία, δίνοντας δυνατότητες μεγάλης κάλυψης.

«Σαφώς και για να μπορέσει να ανταποκριθεί ένας σχεδιαστής θα πρέπει να έχει την υποδομή μαζικής παραγωγής για χονδρική πώληση, ώστε να είναι συνεπής στις παραδόσεις των παραγγελιών, αυτή όμως είναι μια υποδομή που είναι απαραίτητη για όσους θέλουν να αναπτυχθούν επιχειρηματικά και να ακολουθήσουν τον δρόμο της εξαγωγικής δραστηριότητας» εξηγεί η κα Φουσέκη.