Νέο επιεικέστερο καθεστώς χρηματικών ποινών για παραβάσεις φοροδιαφυγής καθιερώνεται με το πολυνομοσχέδιο για τα προαπαιτούμενα μέτρα του μηνός Οκτωβρίου.
Από τηυν έντυπη έκδοση
Του Γιώργου Παλαιτσάκη
[email protected]
Νέο επιεικέστερο καθεστώς χρηματικών ποινών για παραβάσεις φοροδιαφυγής καθιερώνεται με το πολυνομοσχέδιο για τα προαπαιτούμενα μέτρα του μηνός Οκτωβρίου.
Σύμφωνα με τις ρυθμίσεις του πολυνομοσχεδίου, όλα τα πρόστιμα που επιβάλλονται σήμερα αυτοτελώς στις επιχειρήσεις και τους ελεύθερους επαγγελματίες για μη έκδοση αποδείξεων, τιμολογίων και λοιπών φορολογικών στοιχείων, για έκδοση ανακριβών φορολογικών στοιχείων, για έκδοση πλαστών ή εικονικών τιμολογίων καθώς επίσης και για αποδοχή εικονικών τιμολογίων, καταργούνται.
Αυτό σημαίνει ότι από τη στιγμή που θα δημοσιευτούν οι διατάξεις του πολυνομοσχεδίου στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως, θα πάψουν να ισχύουν τα αυτοτελή αυτά πρόστιμα, οπότε σε όσες περιπτώσεις φορολογικών ελέγχων διαπιστώνονται οι παραπάνω παραβάσεις οι φορολογικές αρχές θα επαναπροσδιορίζουν απλώς τα ακαθάριστα έσοδα και τις εκπιπτόμενες δαπάνες των ελεγχόμενων επιχειρήσεων ή ελεύθερων επαγγελματιών, θα καταλογίζουν τα ποσά φόρου εισοδήματος, ΦΠΑ και τυχόν άλλων φόρων που απέφυγαν να πληρώσουν οι παραβάτες είτε λόγω απόκρυψης εσόδων είτε λόγω εμφάνισης ανύπαρκτων δαπανών στα βιβλία τους και στη συνέχεια θα επιβάλλουν τα νέα εκλογικευμένα πρόστιμα που προβλέπει το πολυνομοσχέδιο για τις περιπτώσεις υποβολής ανακριβών φορολογικών δηλώσεων. Τα πρόστιμα αυτά θα υπολογίζονται με νέα, μειωμένα κατά 16% έως και 50%, ποσοστά επί των διαφορών φόρου που αποκαλύπτει ο έλεγχος.
Επιπλέον οι παραβάτες θα επιβαρύνονται και με προσαύξηση 50% επί του ΦΠΑ που απέφυγαν να καταβάλουν, καθώς επίσης και με τόκους εκπρόθεσμης καταβολής επί των διαφορών φόρου που θα καταλογίζονται από τους ελέγχους. Από κει και πέρα δεν θα επιβάλλεται καμία άλλη χρηματική ποινή σχετική με τις παραβάσεις που διαπιστώνονται.
Το πολυνομοσχέδιο προβλέπει και μεταβατικές διατάξεις βάσει των οποίων όλες οι εκκρεμείς υποθέσεις φοροδιαφυγής οι οποίες αφορούν επιχειρήσεις και ελεύθερους επαγγελματίες που έχουν εντοπιστεί να μην εκδίδουν αποδείξεις ή να εκδίδουν ανακριβείς αποδείξεις ή να έχουν εκδώσει πλαστά και εικονικά τιμολόγια ή να έχουν αποδεχθεί εικονικά τιμολόγια μπορούν να ρυθμιστούν με ευνοϊκό τρόπο που προβλέπει την καταβολή των προβλεπόμενων προστίμων με εκπτώσεις από 20% έως και 90%. Πέραν της κατάργησης των αυτοτελών προστίμων και της ρύθμισης εκκρεμών υποθέσεων φοροδιαφυγής με ευνοϊκούς όρους, το πολυνομοσχέδιο προβλέπει επίσης την εκλογίκευση των προστίμων τα οποία επιβάλλονται σε περιπτώσεις υποβολής ανακριβών δηλώσεων και μη υποβολής δηλώσεων και καθιερώνει νέου τύπου πρόστιμα για τη φοροδιαφυγή στον ΦΠΑ.
Ποια πρόστιμα καταργούνται
Α. Τα πρόστιμα που επιβάλλονται σε επιχειρήσεις και ελεύθερους επαγγελματίες για μη έκδοση αποδείξεων και λοιπών φορολογικών στοιχείων και για έκδοση ανακριβών φορολογικών στοιχείων, καταργούνται. Τα πρόστιμα αυτά ανέρχονται σε 250 ευρώ ανά μη εκδοθείσα ή ανακριβώς εκδοθείσα απόδειξη για όσους τηρούν βιβλία απλογραφικά (πρώην β’ κατηγορίας) και σε 500 ευρώ ανά μη εκδοθείσα ή ανακριβώς εκδοθείσα απόδειξη για όσους τηρούν βιβλία διπλογραφικά (πρώην γ’ κατηγορίας). Σε περιπτώσεις κατά τις οποίες η μη έκδοση φορολογικών στοιχείων ή η έκδοση ανακριβών φορολογικών στοιχείων έχει ως συνέπεια την απόκρυψη συναλλαγής μεγαλύτερης των 5.000 ευρώ, το πρόστιμο για κάθε παράβαση ανέρχεται στο 40% της αξίας της συναλλαγής που αποκρύφτηκε και σε καμία περίπτωση δεν μπορεί να είναι μικρότερο των 2.500 ευρώ.
Β. Καταργούνται οι διατάξεις που ορίζουν αυτοτελή πρόστιμα για τις περιπτώσεις έκδοσης πλαστών φορολογικών στοιχείων, έκδοσης ή λήψης εικονικών φορολογικών στοιχείων, νόθευσης φορολογικών στοιχείων και καταχώρησης στα βιβλία δαπανών που δεν έχουν πραγματοποιηθεί. Οι υπό κατάργηση διατάξεις προβλέπουν ότι:
α) Σε περίπτωση έκδοσης πλαστών φορολογικών στοιχείων, επιβάλλεται πρόστιμο ίσο με το 100% της αξίας του κάθε πλαστού στοιχείου.
β) Σε περίπτωση έκδοσης εικονικών φορολογικών στοιχείων ή νόθευσης αυτών, καθώς και καταχώρησης στα βιβλία, αγορών ή εξόδων που δεν έχουν πραγματοποιηθεί και δεν έχει εκδοθεί φορολογικό στοιχείο ή λήψης εικονικών στοιχείων, επιβάλλεται πρόστιμο ίσο με το 50% της αξίας του κάθε εικονικού ή νοθευμένου στοιχείου ή με το 50% της μη πραγματοποιηθείσας δαπάνης.
γ) Οταν δεν είναι δυνατός ο προσδιορισμός της μερικώς εικονικής αξίας των φορολογικών στοιχείων, το πρόστιμο περιορίζεται στο 25% της αξίας κάθε στοιχείου.
δ) Οταν η εικονικότητα ανάγεται αποκλειστικά στο πρόσωπο του εκδότη, τότε στον λήπτη του εικονικού στοιχείου επιβάλλεται πρόστιμο για κάθε παράβαση ίσο με το 25% της αξίας του στοιχείου.
ε) Στον λήπτη εικονικού στοιχείου επιβάλλεται πρόστιμο για κάθε παράβαση ίσο με ποσοστό 15% της αξίας του στοιχείου, εφόσον η λήψη του στοιχείου δεν είχε ως αποτέλεσμα τη μείωση του φόρου εισοδήματος του οικείου φορολογικού έτους.
στ) Στον ΦΠΑ, όταν μετά από έλεγχο αποδειχθεί ότι ο υποκείμενος στον φόρο, ως λήπτης εικονικού φορολογικού στοιχείου ή στοιχείου το οποίο νόθευσε αυτός ή άλλοι για λογαριασμό του, διενήργησε έκπτωση φόρου εισροών ή έλαβε επιστροφή φόρου, σύμφωνα με τις διατάξεις περί ΦΠΑ, ή ως εκδότης δεν απέδωσε φόρο, με βάση πλαστά, εικονικά ή νοθευμένα φορολογικά στοιχεία, επιβάλλεται πρόστιμο ισόποσο με το 50% του φόρου που εξέπεσε ή που επιστράφηκε ή δεν απέδωσε, ανεξάρτητα αν δεν προκύπτει τελικά ποσό φόρου για καταβολή. Το πρόστιμο αυτό επιβάλλεται και στα πρόσωπα που έλαβαν επιστροφή φόρου με βάση πλαστά, εικονικά ή νοθευμένα φορολογικά στοιχεία που εξέδωσαν οι ίδιοι.
Τι θα ισχύει για ανακριβείς δηλώσεις - παρακράτηση
1. Μειώνονται κατά 16,6% έως 50% ορισμένα πρόστιμα που επιβάλλονται σε περιπτώσεις διαπίστωσης από τη φορολογική διοίκηση ότι ο φόρος που προέκυψε από τη φορολογική δήλωση είναι μικρότερος από τον φόρο που βεβαιώθηκε από τον φορολογικό έλεγχο (σε περιπτώσεις υποβολής ανακριβών φορολογικών δηλώσεων). Ειδικότερα, αν το ποσό του φόρου που προκύπτει με βάση φορολογική δήλωση υπολείπεται του ποσού του φόρου που προκύπτει με βάση το διορθωτικό προσδιορισμό φόρου που πραγματοποιήθηκε από τη φορολογική διοίκηση, το πρόστιμο επί της διαφοράς στο οποίο υπόκειται ο φορολογούμενος διαμορφώνεταιως εξής:
α) μειώνεται από 30% σε 25% του ποσού της διαφοράς, αν το ποσό αυτής υπερβαίνει το 20% και φθάνει μέχρι το 50% του φόρου που προκύπτει βάσει της φορολογικής δήλωσης,
β) μειώνεται από 100% σε 50% του ποσού της διαφοράς, αν το εν λόγω ποσό αυτής υπερβαίνει σε ποσοστό το 50% του φόρου που προκύπτει με βάση τη φορολογική δήλωση και αποδεικνύεται ότι η ανακρίβεια οφείλεται σε πρόθεση του φορολογουμένου.
2. Για παραβάσεις σχετικές με παρακρατούμενους φόρους, οι οποίες διαπιστώνονται κατόπιν ελέγχου, θα επιβάλλονται τα ακόλουθα πρόστιμα:
α) Σε περίπτωση μη υποβολής δήλωσης παρακρατούμενου φόρου από την οποία θα προέκυπτε υποχρέωση απόδοσης φόρου επιβάλλεται πρόστιμο ποσοστού 50% επί του ποσού του φόρου που αναλογεί στη μη υποβληθείσα δήλωση. Το πρόστιμο αυτό μέχρι σήμερα ανέρχεται στο 100% του φόρου που αναλογεί στη μη υποβληθείσα δήλωση. Συνεπώς με τη νέα διάταξη το πρόστιμο μειώνεται στο μισό.
β) Σε περίπτωση υποβολής ανακριβούς δήλωσης παρακρατούμενου φόρου επιβάλλεται πρόστιμο ποσοστού 50% επί της διαφοράς του φόρου.
Για τις παραβάσεις στον ΦΠΑ
Καθιερώνεται νέο καθεστώς προστίμων για τη φοροδιαφυγή στον ΦΠΑ. Ειδικότερα, για παραβάσεις σχετικές με τον ΦΠΑ, οι οποίες διαπιστώνονται κατόπιν ελέγχου, θα επιβάλλονται τα ακόλουθα πρόστιμα:
α) Σε περίπτωση μη έκδοσης φορολογικού στοιχείου ή έκδοσης ή λήψης ανακριβούς στοιχείου για πράξη που επιβαρύνεται με ΦΠΑ, επιβάλλεται πρόστιμο 50% επί του φόρου που θα προέκυπτε από το μη εκδοθέν στοιχείο ή επί της διαφοράς αντίστοιχα. Εξαιρείται της επιβολής κυρώσεων ο λήπτης που τελούσε σε καλή πίστη κατά τη λήψη των στοιχείων.
β) Σε κάθε περίπτωση όπου διαπιστώνεται, κατόπιν ελέγχου, η υποβολή ανακριβών δηλώσεων ή η μη υποβολή δηλώσεων, υποβολή δηλώσεων, με συνέπεια τη μη απόδοση ή τη μειωμένη απόδοση ή την επιπλέον έκπτωση ή επιστροφή ΦΠΑ, επιβάλλεται πρόστιμο ίσο με 50% επί του ποσού του φόρου που θα προέκυπτε από τη μη υποβληθείσα δήλωση ή επί της διαφοράς αντίστοιχα.
γ) Σε περίπτωση άσκησης οικονομικής δραστηριότητας χωρίς να έχει υποβληθεί δήλωση έναρξης εργασιών, παρά την ύπαρξη σχετικής υποχρέωσης, επιβάλλεται πρόστιμο ίσο με ποσοστό 50% επί του ποσού του ΦΠΑ που θα έπρεπε να είχε αποδοθεί για όλη τη διάρκεια λειτουργίας της οικονομικής δραστηριότητας.
δ) Σε κάθε πρόσωπο μη υπόχρεο σε υποβολή δηλώσεων ΦΠΑ που εκδίδει φορολογικά στοιχεία με ΦΠΑ, χωρίς να έχει τέτοια υποχρέωση, επιβάλλεται πρόστιμο ίσο με ποσοστό 50% επί του αναγραφόμενου φόρου που δεν αποδόθηκε.