Μετά το μίνι οικονομικό θαύμα η πλήρης κατάρρευση; ΔΝΤ και Παγκόσμια Τράπεζα αναζητούν από κοινού το αντίδοτο για τη στασιμότητα της οικονομίας. Ιδιαίτερα ανησυχητική η κατάσταση σε Βενεζουέλα, Εκουαδόρ και Βραζιλία.
«Η Λατινική Αμερική αφήνει πίσω της τις “χρυσές εποχές” και μπαίνει σε επικίνδυνους καιρούς. Πολλοί άνθρωποι στις χώρες αυτές συνειδητοποιούν ότι τίθεται πλέον σε κίνδυνο η κοινωνική άνοδος που είχαν επιτύχει, ότι η σκληρή δουλειά δεν αρκεί για να διασφαλίσει τα επιτεύγματα των τελευταίων ετών», προειδοποιεί ο δημοσιογράφος της El País, Μωυσής Ναΐμ.
Παρόμοιες προβλέψεις φαίνεται να επιβεβαιώνονται στην ετήσια σύνοδο του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου (ΔΝΤ) και της Παγκόσμιας Τράπεζας, που γίνεται αυτές τις μέρες στη Λίμα του Περού. Μέχρι και τον Ιούλιο το ΔΝΤ προέβλεπε ισχνή, έστω, ανάπτυξη 0,5% κατά μέσο όρο για τις χώρες της Κεντρικής και Νότιας Αμερικής για το 2015, αλλά τώρα αναγκάζεται να αναθεωρήσει τις προβλέψεις του και να κάνει λόγο για συρρίκνωση της οικονομίας κατά 0,3%.
Τις χειρότερες επιδόσεις παρουσιάζουν η Βενεζουέλα, η Βραζιλία και το Εκουαδόρ. Στη Χιλή, το Μεξικό, την Κολομβία και το Περού η οικονομία αναπτύσσεται, έστω και με βραδύ ρυθμό, και μόνο η Βολιβία καταγράφει για φέτος ανάπτυξη 4%.
Κι όμως, τα τελευταία χρόνια η εικόνα ήταν διαφορετική: Επί 15 ολόκληρα χρόνια οι χώρες της Λατινικής Αμερικής κατέγραφαν εντυπωσιακούς ρυθμούς ανάπτυξης, χρηματοδοτώντας με τα αυξημένα έσοδά τους φιλόδοξα κοινωνικά προγράμματα και καταπολεμώντας τη φτώχεια και την ανέχεια. Αυτή την επιτυχία θα επισφράγιζε η σύνοδος της Λίμα και δεν είναι τυχαίο ότι ΔΝΤ και Παγκόσμια Τράπεζα απέφευγαν τη Λατινική Αμερική επί σχεδόν 50 χρόνια - από τη σύνοδο του 1967 στο Ρίο της Βραζιλίας.
Νέες προτεραιότητες στη διεθνή ατζέντα
Σύμφωνα με το ΔΝΤ, μία από τις βασικές αιτίες για την οικονομική στασιμότητα της περιοχής είναι η …Κίνα. Η επικεφαλής του διεθνούς οργανισμού, Κριστίν Λαγκάρντ το διατυπώνει ως εξής: «Εάν συνεχίσει να εξασθενεί η κινεζική οικονομία, θα επιβραδυνθεί περαιτέρω και η οικονομική ανάπτυξη στις αναδυόμενες αγορές». Η Κίνα έχει πλέον αναβαθμιστεί σε κύριο επενδυτή και εμπορικό εταίρο για τις χώρες της Λατινικής Αμερικής, ενώ πολλές χώρες της περιοχής χρηματοδοτούν την κοινωνική τους πολιτική με έσοδα από τις εξαγωγές τροφίμων και πρώτων υλών προς την πολυπληθέστερη χώρα του κόσμου.
Ωστόσο, η επιβράδυνση της ανάπτυξης στην Κίνα προκαλεί αισθητή μείωση της ζήτησης για εισαγωγές από τη Λατινική Αμερική και αυτό με τη σειρά του προκαλεί κατάρρευση των τιμών για τρόφιμα και πρώτες ύλες. Επιπλέον, μειώνονται τα κρατικά έσοδα, με αποτέλεσμα οι λατινοαμερικανικές κυβερνήσεις να περικόπτουν ή να αναβάλλουν δημόσιες επενδύσεις. Σαν να μη φτάνουν όλα αυτά, τα διεθνή επενδυτικά κεφάλαια αρχίζουν να επιστρέφουν σε Ευρώπη και Βόρεια Αμερική, καθώς φαίνεται ότι πολλοί προεξοφλούν μία πιθανή άνοδο των επιτοκίων στις ΗΠΑ.
Ανησυχία για τη Βραζιλία
Ο πρόεδρος της Παγκόσμιας Τράπεζας, Τζιμ Γιονγκ Κιμ απευθύνει έκκληση στις κυβερνήσεις της περιοχής να μην περικόπτουν κοινωνικά προγράμματα. «Η επιβράδυνση της ανάπτυξης δεν μπορεί να αποτελεί πρόσχημα για να μην επενδύει κανείς στην παιδεία, την υγεία και την αναδιανομή του εισοδήματος», τονίζει ο Τζιμ Γιονγκ Κιμ στη σύνοδο της Λίμα, προειδοποιώντας ότι αν όντως γίνουν δραστικές περικοπές, 200 εκατομμύρια άνθρωποι θα μπορούσαν να ξανακυλήσουν στη φτώχεια.
Τις περισσότερες ανησυχίες προκαλεί η περίπτωση της Βραζιλίας. Η έβδομη μεγαλύτερη οικονομία του κόσμου συρρικνώνεται κατά 3% μέσα στο 2015 και ο υπουργός Οικονομικών Γιόακιμ Λέβι δεν φαίνεται να διαθέτει μία εύκολη συνταγή για να αντιμετωπίσει το πρόβλημα. Ωστόσο, είναι καθησυχαστικός: «Δεν πρόκειται για μια κρίση όπως η αντίστοιχη στη δεκαετία του ’80 ή του ’90, θα την ξεπεράσουμε», υποστηρίζει, ενώ παράλληλα διαβεβαιώνει ότι οι επενδύσεις της χώρας του σε νέες υποδομές θα συμβάλουν στην υπέρβαση της κρίσης.
Οι δηλώσεις Λέβι μάλλον θα προκάλεσαν έκπληξη στο Ρίο ντε Τζανέιρο, όπου διοργανώνονται οι Ολυμπιακοί Αγώνες του 2016. Και αυτό γιατί μόλις στις 5 Οκτωβρίου η οργανωτική επιτροπή είχε δηλώσει στο BBC ότι, λόγω κρίσης, θα μειώσει κατά το ένα τρίτο τις επενδύσεις στις αρχικά προγραμματισμένες υποδομές.
Πηγή: Deutsche Welle