Εξι χρόνια έχουν περάσει από την εκλογική αναμέτρηση του Οκτωβρίου 2009. Ποιος θα φανταζόταν τότε ότι στο μακρινό 2015 θα μετρούσαμε τέσσερις εθνικές εκλογές και ένα δημοψήφισμα, επτά πρωθυπουργούς, τρία μνημόνια και σωρευτική απώλεια εθνικού πλούτου άνω των 50 δισ. ευρώ, λόγω κυρίως πολιτικής αδυναμίας διαχείρισης της κρίσης και των λαθών των μνημονίων, γράφει ο Θάνος Τσίρος.
Από την έντυπη έκδοση
Του Θάνου Τσίρου
[email protected]
Εξι χρόνια έχουν περάσει από την εκλογική αναμέτρηση του Οκτωβρίου 2009.
Ποιος θα φανταζόταν τότε ότι στο μακρινό 2015 θα μετρούσαμε τέσσερις εθνικές εκλογές και ένα δημοψήφισμα, επτά πρωθυπουργούς, τρία μνημόνια και σωρευτική απώλεια εθνικού πλούτου άνω των 50 δισ. ευρώ, λόγω κυρίως πολιτικής αδυναμίας διαχείρισης της κρίσης και των λαθών των μνημονίων.
Ποιος θα πίστευε ότι ο μέσος μισθός θα υποχωρούσε στα 1.000 ευρώ μεικτά και ότι περίπου μισό εκατομμύριο εργαζόμενοι θα αμείβονταν για λίγες ώρες την ημέρα ή για λίγες ημέρες την εβδομάδα με μέσες αποδοχές της τάξεως των 425 ευρώ μικτά ή περίπου 350 ευρώ καθαρά;
Μπορούσε κανείς να προβλέψει ότι το 2015 θα πήγαινε στην κάλπη με τους περιορισμούς στη διακίνηση κεφαλαίων να βρίσκονται σε πλήρη εφαρμογή και το υπόλοιπο των καταθέσεων να είναι μικρότερο κατά 115 δισεκατομμύρια ευρώ;
Η αποτύπωση βασικών οικονομικών μεγεθών και δεικτών αυτής της εξαετίας αλλά και η καταγραφή της οικονομικής πραγματικότητας στις τέσσερις τελευταίες εκλογικές αναμετρήσεις που βίωσε (ή βιώνει) ο τόπος -Οκτώβριος του 2009, Μάιος και Ιούνιος του 2012, Ιανουάριος του 2015 και Σεπτέμβριος του 2015- δείχνουν πόσο βαρύ ήταν το τίμημα που καταβλήθηκε από τους πολίτες της χώρας προκειμένου να περιοριστούν τα «δίδυμα ελλείμματα»: το δημοσιονομικό αλλά και το άνοιγμα τρεχουσών συναλλαγών με ό,τι αυτό περιλαμβάνει (έλλειμμα εμπορικών συναλλαγών, το οποίο από μόνο του έφτανε στα 35 δισεκατομμύρια ευρώ το 2009 κ.λπ.).
Μόνο το ψαλίδισμα των πρωτογενών δαπανών του κρατικού προϋπολογισμού (σε αυτό περιλαμβάνεται και η δαπάνη για τους μισθούς και τις συντάξεις του Δημοσίου) ξεπέρασε τα 20 δισεκατομμύρια ευρώ σε ετήσια βάση, αν συγκριθούν τα νούμερα του 2015 με τα αντίστοιχα του 2009.
Οι παρεμβάσεις στους μισθούς του ιδιωτικού τομέα και στις εργασιακές σχέσεις -με στόχο την τόνωση της ανταγωνιστικότητας της ελληνικής οικονομίας- έφεραν μείωση του μέσου μισθού στον ιδιωτικό τομέα άνω του 20%, αλλαγή των εργασιακών σχέσεων (σ.σ.: τα στοιχεία αποτυπώνουν έκρηξη στη μερική απασχόληση, όπου οι μέσες αμοιβές έχουν υποχωρήσει κάτω από τα 400 ευρώ καθαρά) και φυσικά περιορισμό της κατανάλωσης.
Μπορεί ο στόχος για τον περιορισμό του εμπορικού πλεονάσματος και του ελλείμματος τρεχουσών συναλλαγών να επιτυγχάνεται, ωστόσο, αυτό έχει κοστίσει πολύ ακριβά σε όρους ΑΕΠ.
Από το 2009 μέχρι σήμερα, έχουν χαθεί περίπου 50 δισ. ευρώ. Μείωση ΑΕΠ σημαίνει μείωση εισοδήματος.
Αν χρησιμοποιηθούν τα στοιχεία από την επεξεργασία των φορολογικών δηλώσεων, προκύπτει ότι μόνο τα φυσικά πρόσωπα έζησαν το 2014 με τουλάχιστον 30 δισεκατομμύρια ευρώ λιγότερα σε σχέση με το 2009, καθώς η φορολογητέα ύλη έχει περιοριστεί κατά περισσότερα από 30 δισεκατομμύρια ευρώ.
Το λογικό είναι η μείωση των εισοδημάτων να φέρνει και λιγότερα φορολογικά έσοδα στο κράτος.
Σε αυτά τα έξι χρόνια, όμως, κινηθήκαμε κόντρα στη λογική αυξάνοντας τους φορολογικούς συντελεστές προκειμένου να διατηρηθούν έστω στα ίδια επίπεδα οι εισπράξεις παρά τη μείωση της κατανάλωσης αλλά και των εισοδημάτων.
Ο στόχος επιτεύχθηκε εν μέρει. Τα φορολογικά έσοδα αυξήθηκαν μεν ως ποσοστό του ΑΕΠ αλλά για να γίνει αυτό αποκτήσαμε τον 4ο υψηλότερο ΦΠΑ στην Ευρώπη, τους υψηλότερους συντελεστές στους ειδικούς φόρους κατανάλωσης και το μεγαλύτερο ποσοστό κρατήσεων (άθροισμα ασφαλιστικών εισφορών, φόρου εισοδήματος και εισφοράς αλληλεγγύης) μεταξύ των χωρών-μελών του ΟΟΣΑ.
Η κάλπη της 20ής Σεπτεμβρίου θα μας βρει με 1,2 εκατομμύρια ανέργους, 2,7 εκατομμύρια συνταξιούχους και ένα εκατομμύριο λιγότερους απασχολούμενους συγκριτικά με τις εκλογές του 2009.
Θα μας βρει επίσης με ψαλιδισμένα όλα τα περιουσιακά στοιχεία: ο δείκτης των ακινήτων αποτυπώνει απώλειες άνω του 40%, η κεφαλαιοποίηση του Χρηματιστηρίου έχει υποχωρήσει κατά περισσότερα από 80 δισεκατομμύρια ευρώ (ναι μεν η μείωση της κεφαλαιοποίησης αν συγκρίνουμε το 2009 με το 2015 είναι μικρότερη, αλλά πρέπει να συνυπολογιστούν και τα ποσά που μπήκαν στην αγορά μέσω των αυξήσεων κεφαλαίου), ενώ οι καταθέσεις έχουν υποχωρήσει κατά 115 δισεκατομμύρια ευρώ.
Θα μας βρει, τέλος, φορτωμένους με υπέρογκα χρέη: χρωστάμε περισσότερα από 78 δισεκατομμύρια ευρώ στην εφορία, πάνω από 15 δισεκατομμύρια ευρώ στα ασφαλιστικά ταμεία και πάνω από 200 δισεκατομμύρια ευρώ στις τράπεζες.
Από αυτό τον πακτωλό χρεών που προσεγγίζει τα 300 δισεκατομμύρια ευρώ, ήδη περίπου τα 200 δισεκατομμύρια ευρώ είναι μη εξυπηρετούμενα.